Την ίδια ώρα αυξάνονται οι πιέσεις του υπουργείου Οικονομικών προς τους χρηματοδοτικούς φορείς για καλύτερες επιδόσεις στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό - Τι δείχνουν τα στοιχεία
Ανύπαρκτο είναι το ενδιαφέρον για το ενδιάμεσο πρόγραμμα προστασίας των ευάλωτων δανειοληπτών, η πρώτη κατοικία των οποίων οδεύει προς τον πλειστηριασμό.
Το πρόγραμμα 15μηνης κρατικής επιδότησης έως το 80% της δόσης του στεγαστικού δανείου μέχρι να δημιουργηθεί ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ευάλωτων.
Από τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν ξεκίνησε, μέχρι το τέλος Νοεμβρίου στο πρόγραμμα του υπουργείου Οικονομικών έχουν ενταχθεί μόλις 15 δανειολήπτες, 80 είναι υπό αξιολόγηση και 49 αιτήσεις βρίσκονται σε αρχικό στάδιο.
Μάλιστα, σε μια περίοδο που το θέμα των πλειστηριασμών βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και το πρόγραμμα προβλέπει εκτός από επιδότηση και αναστολή μέτρων των πιστωτών για την κύρια κατοικία (πχ κατασχέσεις, πλειστηριασμοί, εξώσεις), είναι άξιο απορίας γιατί δεν «προχωρά» το ενδιάμεσο πρόγραμμα προστασίας και γιατί δεν προβάλλεται, δεν επικοινωνείται.
Προφανώς δεν είναι μερικοί εκατοντάδες οι ευάλωτοι που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους, καθώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (μέχρι 30/11) πιστοποιητικό ευαλωτότητας –που αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη στο ενδιάμεσο πρόγραμμα– έχουν ήδη λάβει 815 δανειολήπτες, ενώ άλλοι 6.706 έχουν μπει στη σχετική πλατφόρμα και έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία.
Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι 2.763 δανειολήπτες έχουν ακυρώσει τη διαδικασία, ενώ 279 κρίθηκαν μη επιλέξιμοι, δηλαδή, δεν πληρούσαν τα κριτήρια ευαλωτότητας
Αυξήθηκε η εγκρισιμότητα στον Εξωδικαστικό
Την ίδια ώρα αυξάνονται οι πιέσεις του υπουργείου Οικονομικών προς τους χρηματοδοτικούς φορείς για καλύτερες επιδόσεις στον Εξωδικαστικό, ώστε να επιτευχθεί τουλάχιστον το βασικό σενάριο της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους για ρυθμίσεις 1,7 δισ. ευρώ το επόμενο πεντάμηνο ή ακόμα καλύτερα 2 δισ. ευρώ, που είναι το αισιόδοξο σενάριο.
Το επίκεντρο της κριτικής του υπουργείου αφορά τα ποσοστά εγκρισιμότητας, με τους χρηματοδοτικούς φορείς (κυρίως τους servicers) να έχουν ανέβει στο 65% το Νοέμβριο από 54% τον Οκτώβριο.
Ωστοσο, αν ληφθούν υπόψη οι οφειλές των φυσικών προσώπων μέχρι 200.000 ευρώ, που είναι και η κρίσιμη μάζα, το ποσοστό εγκρισιμότητας ξεπερνά το 70% (μέσος όρος), σύμφωνα με τους servicers, που θέλουν να πάση θυσία να διατηρήσουν τις υφιστάμενες ρυθμίσεις απευθύνοντας παράλληλα κάλεσμα προς τους οφειλέτες που δεν το έχουν ήδη πράξει να προχωρήσουν σε ρύθμιση, είτε μέσω του Εξωδικαστικού, είτε διμερώς. Οπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, περί τις 30.000 αιτήσεις του εξωδικαστικού είναι εν αναμονή της οριστικοποίησης τους.
Αμετάβλητο είναι το ποσοστό αποδοχής των ρυθμίσεων από τους ίδιους τους οφειλέτες στο 69% για τις διμερείς ρυθμίσεις και 58% για τις πολυμερείς. Όπως αναφέρουν στελέχη των servicers, αυτό οφείλεται είτε σε μαξιμαλιστκές προσδοκίες «κουρέματος» μέσω της ρύθμισης –που προκύπτει από αλγόριθμο– είτε γιατί δεν θέλουν να απολέσουν περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να έχουν κληρονομήσει από τους γονείς τους.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εξωδικαστικού, από το 1 δισ. που έχουν αποδεχθεί οι οφειλέτες, έχουν ήδη ρυθμιστεί τα 406 εκατ. ευρώ (αρχικών οφειλών 670 εκατ.) και 356 εκατ. (34%) βρίσκονται σε τελικό στάδιο ρύθμισης.
Η μέση διάρκεια για οφειλές προς το Δημόσιο είναι τα 18 έτη και 15 έτη για οφειλές προς Χρηματοδοτικούς Φορείς. Το 36% των οφειλών ρυθμίστηκε με διάρκεια μεγαλύτερη των 20 ετών. Στις στεγαστικές οφειλές η μέση διάρκεια είναι τα 23 έτη.
Το μέσο ποσοστό διαγραφής διαμορφώνεται στο 20,2% για τις οφειλές προς το δημόσιο και στο 30,7% για οφειλές προς Χρηματοδοτικούς Φορείς.
Το 39% (261 εκατ. ευρώ) των ρυθμίσεων έχουν λάβει ποσοστό διαγραφής μεγαλύτερο του 30%. Ανά τύπο οφειλής, το μεγαλύτερο ποσοστό διαγραφής αφορά τις επιχειρηματικές οφειλές, περίπου 40%, ενώ στις στεγαστικές οφειλές το μέσο ποσοστό είναι στο 21%
Οι ρυθμίσεις των «ελβετικών» δανείων
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα στεγαστικά δάνεια, σε ελβετικό φράγκο, καθώς οι δανειολήπτες έχουν επιβαρυνθεί υπέρμετρα μετά το «ξεκλείδωμα» της ισοτιμίας με το ευρώ.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, οι αιτήσεις των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο γίνονται αυτόματα δεκτές, όπως και ότι μειώνεται το επιτόκιο για όσους ενταχθούν σε αυτόν.
Για παράδειγμα, σε υπόθεση με εξασφάλιση 1ης σειράς προσημείωση σε μονοκατοικία αξίας 208.000 ευρώ, ο οφειλέτης, με δύο εξαρτώμενα μέλη, υπέβαλε αίτημα ρύθμισης μέσω της πλατφόρμας για στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο και ύψος οφειλής 481.000 ευρώ.
Η διαγραφή χρέους που εγκρίθηκε άγγιξε το 65% (312 χιλ. ευρώ) και η υπόλοιπη οφειλή διευθετήθηκε με μηνιαία δόση 795 ευρώ (από 1.470) για 324 μήνες.
Σε άλλη υπόθεση, με εξασφάλιση 2ης σειράς προσημείωσης σε διαμέρισμα αξίας 92.000 ευρώ, ο οφειλέτης με τέσσερα ανήλικά τέκνα υπέβαλε αίτημα ρύθμισης μέσω της πλατφόρμας για στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο και ύψος οφειλής 136.000 ευρώ. Εγκρίθηκε διαγραφή χρέους 48% (65 χιλ. ευρώ) και η υπόλοιπη οφειλή διευθετήθηκε με μηνιαία δόση 132 ευρώ (από 882) για 384 μήνες.
Η γενική εικόνα του Εξωδικαστικού.
Αυξανόμενο βαίνει το ενδιαφέρον των οφειλετών για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό, όμως απέχει ακόμα πολύ από τις προσδοκίες.
Το Νοεμβρίου οι αιτήσεις έφτασαν τις 2.290 (2.086 τον Οκτώβριο) και οι οριστικές υποβολές τις 1.214 (1.014 τον προηγούμενο μήνα).
Ο αριθμός των αιτήσεων –σε διάφορα στάδια– από την έναρξη του Εξωδικαστικού πριν ενάμιση χρόνο φτάνει τις 44,2 χιλιάδες για συνολικές οφειλές 24,7 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά:
- 73% (17,9 δισ. ευρώ) των οφειλών αφορούν φυσικά πρόσωπα.
- Η πλειοψηφία των οφειλών (79%) είναι προς χρηματοδοτικούς φορείς.
- Οι οφειλές μεγαλύτερες του 1 εκατ. συγκεντρώνουν το 65% (16,1 δισ.) των συνολικών οφειλών και αποτελούν το 10% (4,4 χιλ.) των αιτήσεων.
- 90% (22,1 δισ. ευρώ) των συνολικών οφειλών δεν είναι ενήμερο (στάδιο καθυστέρησης ή καταγγελίας).
- 57% (2,5 δισ. ευρώ) της συνολικής οφειλής των οριστικά υποβληθεισών αιτήσεων έχει εξασφάλιση μικρότερη του 50%, εκ των οποίων το 93% (2,3 δισ. ευρώ) βρίσκεται σε στάδιο καθυστέρησης ή/και καταγγελίας.