Μετά την απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει την προμήθεια της Πολωνίας και της Βουλγαρίας σε φυσικό αέριο, η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη εισήλθε σε νέο κεφάλαιο. Με την απειλή ο Πούτιν να κλείσει τη στρόφιγγα σε όλη την Ευρώπη, οι χώρες ελέγχουν με ανησυχία τα ενεργειακά τους αποθέματα. Πόσο έτοιμες είναι να κόψουν τον ομφάλιο λώρο;
Για τον Χάρη Δούκα, αναπληρωτή καθηγητή ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η κίνηση του Πούτιν προς τις δύο αυτές χώρες συνιστά «ακραία κλιμάκωση» του ενεργειακού «πολέμου», που διεξάγεται παράλληλα με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Ο Πούτιν έχει ξεκάθαρα οπλοποιήσει την ενέργειά του, το φυσικό αέριο, για να δημιουργήσει κλυδωνισμούς στο ευρωπαϊκό μπλοκ. Η Ρωσία έκανε την απειλή της πράξη. Νομίζω ότι ξεκινάει με αυτό για να δώσει ένα μήνυμα για όλες τις υπόλοιπες χώρες», λέει στο CNN Greece.
Το κλείσιμο της στρόφιγγας σε Πολωνία και Βουλγαρία έχει δημιουργήσει ήδη μεγάλη αναστάτωση για νέα μεγάλη αύξηση των τιμών και, συνεπώς, πολύ μεγάλη πίεση στις κοινωνίες και τους πολίτες.
«Ο Πούτιν προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο, και εν μέρει το έχει πετύχει, να ενισχύσει το συνάλλαγμά του και να ασκήσει τρομακτική πίεση στις ευρωπαϊκές ηγεσίες, με σκοπός να περιοριστούν οι κυρώσεις προς τη Ρωσία. Θυμίζουμε ότι τα πολλά έσοδα στη ρωσική οικονομία δεν είναι από το φυσικό αέριο αλλά από το ρωσικό πετρέλαιο», λέει ο καθηγητής, τονίζοντας ότι δεν είναι τυχαίος ο χρόνος στον οποίο ο Ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να κάνει αυτήν την κίνηση.
«Το κάνει τώρα γιατί είναι σε πλήρη εξέλιξη η συζήτηση για να μπει ένα εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο. Αυτό θα δημιουργούσε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα γι' αυτόν, γιατί θα "πάγωνε" μια πολύ σημαντική χρηματοροή στη ρωσική οικονομία. Και νομίζω ότι έχει σχέση και με την απόφαση της Γερμανίας να στείλει βαρύ οπλισμό, διότι ανακοινώθηκε μια ημέρα πριν και αμέσως μετά ήρθε η ρωσική ανακοίνωση», υπογραμμίζει.
Το επόμενο διάστημα είναι πολύ κρίσημο καθώς αρκετές γερμανικές εταιρείες καλούνται να πληρώσουν με βάση τον νέο τρόπο πληρωμής του διατάγματος Πούτιν. «Και το διάταγμα αυτό είναι πολύ πονηρό», επισημαίνει ο κ. Δούκας, «γιατί λέει "ανοίγεις έναν λογαριασμό στην Gazprombank, πληρώνεις σε ευρώ ή δολάρια και στη συνέχεια η Κεντρική Ρωσική Τράπεζα τα μετατρέπει σε ρούβλια. Ποια είναι η ρήτρα διαφυγής; Να πληρώσεις σε ευρώ και να απαιτήσεις από την Gazprombank ένα χαρτί που να λέει ότι εγώ είμαι οικονομικά εντάξει. Αυτός νομίζω ότι θα είναι ο τρόπος πληρωμής. Είναι δηλαδή τεχνικό το θέμα αλλά έχει γίνει απολύτως πολιτικό ακριβώς λόγω της σύγκρουσης και του πολέμου. Στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ένα τεχνικό θέμα, για να δημιουργήσει σε πολύ μεγάλη πίεση τις εταιρείες και τις χώρες».
Οι νέος τρόπος πληρωμής του ρωσικού φυσικού αερίου έχει ήδη γίνει αποδεκτός από κάποιες χώρες, ενώ παράλληλα αναζητείται τρόπος μη παράκαμψης των ρωσικών κυρώσεων. «Η Ουγγαρία είπε ότι θα πληρώσει σε ρούβλια, υπάρχουν ήδη τέσσερις εταιρείες που έχουν πληρώσει και αρκετές που έχουν ανοίξει λογαριασμούς στην Gasprombank. Η ΕΕ είπε ότι δεν μπορεί να πληρώσει καθόλου και ότι θα βρει έναν τρόπο που να μην παραβιάζει τις κυρώσεις που έχουμε απέναντι στη Ρωσία. Η ίδια λογική υπήρξε σήμερα και στις δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Ενέργειας».
Ρωσική απεξάρτηση με άδειες αποθήκες
Πόσο θα επηρεάσει τις δύο πρώτες πληττόμενες χώρες η ρωσική τιμωρία; «Για τη Βουλγαρία ήταν σχεδόν γνωστό, το είχαν σχεδόν ανακοινώσει οι ίδιοι οι Βούλγαροι. Αλλά και η Πολωνία είχε προετοιμαστεί. Και οι δύο αυτές χώρες, χρησιμοποιούσαν το φυσικό αέριο ως επί το πλείστον για θέρμανση. Οπότε δεν έχουν τρομερό πρόβλημα τώρα».
Το πρόβλημα όμως, επισημαίνει ο καθηγητής, θα είναι πολύ μεγάλο αν προχωρήσει η διακοπή και σε άλλες χώρες. «Δεν είναι έτοιμη η Ευρώπη. Με βάση την τελευταία οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο στόχος είναι να έχουμε γεμίσει κατά 90% τις αποθήκες με φυσικό αέριο μέχρι το χειμώνα. Αυτή τη στιγμή είμαστε κοντά στο 30%. Εκεί θα κριθεί αν θα μπορέσουμε τον επόμενο χειμώνα να έχουμε ενεργειακή ασφάλεια. Αυτός είναι και ο λόγος που η Γερμανία δεν μιλάει ποτέ για κυρώσεις στο φυσικό αέριο. Η Γερμανία είναι πολύ ανήσυχη γιατί είναι ο μεγαλύτερος πελάτης στο φυσικό αέριο. Υπάρχουν και κάποιες άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, η Τσεχία και η Ιταλία που έχουν πολύ μεγάλο άνοιγμα στο ρωσικό φυσικό αέριο αλλά νομίζω ότι θα το διαχειριστούν οι νότιες χώρες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι στις βόρειες χώρες. Αυτές έχουν κι ένα άλλο πρόβλημα. Η Γερμανία, για παράδειγμα, δεν έχει μια γερμανική Ρεβυθούσα. Και ταυτόχρονα, όπως είπαμε, οι αποθήκες της είναι στο 30%. Επομένως έχει τρομερή δυσκολία να διαχειριστεί μια βίαιη απεξάρτηση, όπως μπορεί να χρειαστεί λόγω του κλεισίματος της στρόφιγγας», λέει ο κ. Δούκας.
Το πλεονέκτημα της Ελλάδας και το ακριβό τίμημα
Μετά τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με θέμα την ενεργειακή επάρκεια της χώρας μας, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι «η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει ενεργειακά ασφαλής».
«Η Ελλάδα έχει το μεγάλο προσόν της Ρεβυθούσας, που μας δίνει τρομερή δυνατότητα διότι μπορεί να καλύψει όλο το ενεργειακό σύστημα όσον αφορά στο φυσικό αέριο, αρκεί να έχουμε βέβαια καράβια, τα οποία έχουν ήδη δρομολογηθεί για τους επόμενους δύο μήνες», καθησυχάζει ο κ. Δούκας, γνώστης των θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και διοίκησης. «Γι’ αυτόν τον λόγο φτιάχτηκε και μια επιπλέον πλωτή δεξαμενή, η οποία θα είναι έτοιμη το αμέσως επόμενο διάστημα για να ενισχύσουμε τη χωρητικότητα στη Ρεβυθούσα».
Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. «Το πρόβλημα για τη χώρα μας, και πρέπει να το πούμε αυτό, είναι ότι το κόστος θα είναι πια πάρα πολύ υψηλό. Μπαίνουμε σε μια συνθήκη πολύ υψηλού ενεργειακού κόστους και θα δημιουργηθεί βεβαίως και ένα σπιράλ ακρίβειας διότι αυτό μετακυλύεται σε όλες τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν ενέργεια, σχεδόν δηλαδή σε όλα τα προϊόντα», υπογραμμάζει ο καθηγητής και συνεχίζει:
«Γι’ αυτό πρέπει και η Ευρώπη και η Ελλάδα να βρουν μια συνολική λύση. Τα πολλά χρήματα που έχει αρχίσει και δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης, θα πρέπει να κινηθούν πια πιο στοχευμένα. Θα πρέπει να ξαναδούν ποια έργα εγκρίνονται και τα δισεκατομμύρια αυτά να πάνε για θέματα ενίσχυσης των δικτύων, των υποδομών, οι χώρες να μπορούν να βάλουν περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να κάνουν περισσότερη εξοικονόμηση ενέργειας. Είναι ένα σημαντικό πακέτο που δεν νομίζω ότι στην παρούσα συγκυρία χρησιμοποιείται με τον βέλτιστο τρόπο ούτε σε εθνικό επίπεδο ούτε σε ευρωπαϊκό για να καταπολεμήσει την τρομακτική πίεση που ασκείται από τον ενεργειακό πόλεμο, ο οποίος βρίσκεται σε εξέλιξη.
Τα αισιόδοξα μηνύματα και η ανάγκη για συνολική λύσης
Η βίαιη απεξάρτηση πρέπει να έχει μία και μόνο απάντηση, σύμφωνα με τον καθηγητή, η οποία περιορίζεται σε δύο λέξεις: ενεργειακή αυτονομία. «Πάνω σ’ αυτές θα πρέπει να χτίσουμε όλον τον σχεδιασμό μας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο τρόπος ζωής που ήταν βασισμένος στα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, κι έπρεπε να είχε ήδη τελειώσει πριν τον πόλεμο, τώρα πλέον δεν γίνεται να συνεχιστεί. Όσο τον συνεχίζουμε τόσο θα ασφυκτιούν οι πολίτες και οι κοινωνίες γενικά και θα υπάρξει σοβαρός κίνδυνος για την κοινωνική ειρήνη, διότι δεν μπορεί κανένας λαός να πληρώνει για πολύ μεγάλο διάστημα διπλάσια και τριπλάσια ποσά στην ηλεκτρική ενέργεια ή στην θέρμανση. Άρα, πρέπει να προχωρήσουμε με γενναίο και αποφασιστικό τρόπο σε πολιτικές απεξάρτησης γενικά από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Δεν είναι λύση η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και ‘κλείδωμα’ στο αμερικανικό ή στο καταριανό. Αυτή δεν είναι λύση, είναι ένα βραχυπρόθεσμο μέτρο. Ο σκοπός είναι ανανεώσιμοι εγχώριοι πόροι, εξοικονόμηση ενέργειας και αυτά να γίνουν το συντομότερο δυνατό. Εκεί πρέπει να εστιάσει το Ταμείο Ανάκαμψης», τονίζει.
Η Λιθουανία πρόσφατα ανακοίνωσε την απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Για τον κ. Δούκα είναι η χώρα που κάνει τα πιο συντονισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της ενεργειακής αυτονομίας. «Στη χώρα αυτή το 60% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι από αιολικά, όταν στην Ελλάδα τα αιολικά προσεγγίζουν τις καλές ημέρες το 25-30%. Ας πάρουμε όμως το παράδειγμα μιας πιο κοντινής σε εμάς χώρας, της Πορτογαλίας, μιας χώρας με παρόμοιο πληθυσμό και συνθήκες με τη δική μας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της χώρας αυτής προσεγγίζουν το 60%. Ή η Ισπανία όπου μόλις το 20% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα. Στην Ελλάδα, για ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιούμε 45% φυσικό αέριο και περίπου 12% λιγνίτη. Άρα, 57% ορυκτά καύσιμα. Γι’ αυτό, αν δεν απεξαρτηθούμε από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, η μία κρίση θα διαδέχεται την άλλη», εκτιμά ο κ. Δούκας.
Ακόμα η Γερμανία, που έχει αυτό το τρομακτικό πρόβλημα, τα τελευταία δέκα χρόνια μείωσε τον λιγνίτη, τον άνθρακα, τα πυρηνικά, κράτησε σταθερό το φυσικό αέριο, δεν το αύξησε, εμείς το διπλασιάσαμε, και τριπλασίασε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η στόχευση στις ανανεώσιμες πηγές, θα μειώσει αυτόματα και το κόστος της ενέργειας. «Όσες περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουμε, πέρα από το περιβαλλοντικό, πέφτει το κόστος. Είναι ο πιο φθηνός τρόπος για να παράγεις ενέργεια. Κι αν θέλουμε να έχουμε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, θα έπρεπε να είναι 100% από ανανεώσιμες. Γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρές υποδομές σε δίκτυα και αποθήκευση».
Σήμερα τα δίκτυά μας είναι σχεδόν σε όλη την επικράτεια «κόκκινα», επισημαίνει ο καθηγητής. «Δεν μπορούμε να σηκώσουμε καθόλου ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Ούτε καν φωτοβολταϊκά. Άρα μπορούμε τους επόμενους έξι μήνες, επενδύοντας ένα σημαντικό ποσό να εκσυγχρονίσουμε τα δίκτυά μας έτσι ώστε μέχρι το τέλος του 2022 να τα έχουμε βάλει 2 gigawatt ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αυτά υποκαθιστούν κοντά στο 15% του ρωσικού φυσικού αερίου άμεσα».