ΜΙΑ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ που δεν εντάσσεται στη συζήτηση περί του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας είναι ότι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των ΜμΕ, θα πρέπει να εντάσσεται σε κάποια γενικότερη συζήτηση για το υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης που χρειαζόμαστε και που ταιριάζει στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία συγκροτείται από εξαιρετικά υψηλό αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων, δηλαδή με λιγότερους από 9 (εννέα) απασχολούμενους. Οι micro επιχειρήσεις, σύμφωνα με το SBA Fact Sheet 2021, ανέρχονται σε 680.000, δηλαδή το 94,6% του συνόλου των επιχειρήσεων. Ο αριθμός αυτός προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση για τη ζητούμενη αναπτυξιακή στρατηγική.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ότι η Έκθεση Πισσαρίδη επιχείρησε μια τέτοια προσπάθεια συζήτησης. Το ίδιο και η έκθεση McKinsey «Greece 10 years Ahead, η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά». Ωστόσο, και στις δύο μελέτες, οι ΜμΕ στην καλύτερη περίπτωση απουσιάζουν, ενώ συχνά κατατάσσονται σε μια γκρίζα, θολή ζώνη. Και δυστυχώς αυτό «κατασκευάζει» μια πραγματικότητα σε βαθμό που η άποψη περί γκρίζας επιχειρηματικότητας να επεκτείνεται σε πολλούς ελληνικούς και διεθνείς οικονομικούς κύκλους. Η λογική της γκρίζας επιχειρηματικότητας εντάχθηκε και στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με τις μικρές επιχειρήσεις να απουσιάζουν ή να εκτίθενται στον τραπεζικό ανταγωνισμό. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), οι ΜμΕ παραμένουν αποφασισμένες να αξιοποιήσουν το εν λόγω Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο, ο ορισμός που χρησιμοποιεί η ΕΤΕ κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τον (επίσημο) ευρωπαϊκό ορισμό. Για τη μελέτη της ΕΤΕ, ΜμΕ είναι αυτές με τζίρο κάτω από 1.000.000 ευρώ, γεγονός που τελικά αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ΜμΕ, δηλαδή μάλλον τις μεγαλύτερες.
ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται εκτός τραπεζικού δανεισμού, λόγω των υποχρεώσεών τους αλλά και μιας σειράς από εκκρεμότητες.
Από 750.000 περίπου επιχειρήσεις, μόνο 50.000 θεωρούνται επιλέξιμες για τραπεζικό δανεισμό.
Πρόκειται για 522 μεγάλες επιχειρήσεις (με βάση τον κοινοτικό ορισμό), περίπου 4.500 μεσαίες και 45.000 μικρές. Στην πράξη, επομένως, από το σύνολο των ΜμΕ μόνο οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το τραπεζικό σύστημα, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο αυτές μπορούν να λαμβάνουν δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ο μεγάλος όγκος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, δηλαδή εκείνες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, δεν μπορούν -ή δεν μπορούν με τον ίδιο τρόπο- να λάβουν δάνεια από
το Ταμείο Ανάκαμψης. Έτσι, οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις απορρίπτονται από τις τράπεζες και από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς δεν διαθέτουν τραπεζικό προφίλ.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ δεν σταματούν εκεί. Όσες μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις καταφέρουν να περάσουν τη βάσανο της αρχικής επιλογής αντιμετωπίζουν το εξής δίλημμα: Να προχωρήσουν σε δανεισμό μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ή να λάβουν τραπεζικό
επιχειρηματικό δάνειο; Επειδή, όπως εξηγούν σημαντικά τραπεζικά στελέχη, οι επενδύσεις σε μικρές επιχειρήσεις είναι συνήθως χαμηλού προϋπολογισμού. Γιατί υπάρχει αυτό το
δίλημμα; Γιατί, για να κατατεθεί ένα επενδυτικό σχέδιο στο Ταμείο Ανάκαμψης, είναι απαραίτητο να αναλάβει κάποιος σύμβουλος την κατάθεση της πρότασης. Πρόκειται για ένα κόστος που δύσκολα μπορούν να αναλάβουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις.
ΤΙ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ μέχρι τώρα; Στο επίπεδο του πολυδιαφημισμένου ψηφιακού μετασχηματισμού, το γνωστό εργαλείο «Ψηφιακά εργαλεία για ΜμΕ» (voucher για αγορά ψηφιακών προϊόντων και υπηρεσιών), επιδοτεί με 900 ευρώ τις επιχειρήσεις με έως 5 Ετήσιες Μονάδες Εργασίας (ΕΜΕ). Προφανώς, το συγκεκριμένο ποσό δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση ούτε του βασικού ψηφιακού μετασχηματισμού τους. Μάλιστα, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος οι πόροι να μην έχουν συμπεριληπτικό πρόσημο και να αυξήσουν τις ανισότητες μεταξύ των ΜμΕ. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι για τις μεσαίες επιχειρήσεις (50 ΕΜΕ και άνω) η επιδότηση φτάνει τις 18.000 ευρώ. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι για να αξιοποιήσουν οι ΜμΕ τους πόρους του RRF θα πρέπει να πραγματοποιηθούν σημαντικές «οριζόντιες»-κρατικές επενδύσεις σε υποδομές. Το παράδειγμα της ψηφιοποίησης δεν μπορεί να υλοποιηθεί και να αξιοποιηθεί η απαραίτητη υποδομή (π.χ. ψηφιακές ίνες). Ενώ η υιοθέτηση του ψηφιακού μετασχηματισμού στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να μειώσει τη γραφειοκρατία και όχι απλά να τη μετατρέψει σε digital.
Βάλια Αρανίτου, αν. καθηγήτρια Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας, διευθύντρια ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ