Τι έδειξε η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος της συνομοσπονδίας
Ένας στους δύο εμπόρους επέβαλε ανατιμήσεις το πρώτο εξάμηνο του 2022 εξαιτίας της αλματώδους αύξησης του κόστους, έναντι ενός στους τρεις το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Την ίδια στιγμή, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (47,3%) φαίνεται πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 1 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων που παρακολουθεί το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Αυτό προκύπτει από την πρώτη για φέτος εξαμηνιαία έρευνα αποτύπωσης του οικονομικού κλίματος μεταξύ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της έρευνας, η αλματώδης άνοδος του πληθωρισμού που ξεκίνησε μετά την άρση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την πανδημία και κορυφώνεται εν μέσω των γεωπολιτικων εξελίξεων διέψευσε τις προσδοκίες των μικρών επιχειρήσεων για ανάκαμψη με την επιστροφή στην κανονικότητα και δημιούργησε νέες δυσκολίες, αβεβαιότητες και προκλήσεις.
Ο πληθωρισμός προκάλεσε ντόμινο επιπτώσεων στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων και με προσωπικό μέχρι 49 άτομα.
Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των τηλεφωνικών συνεντεύξεων διενεργήθηκε πριν από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ως εκ τούτου, η ανάγνωση των ευρημάτων σχετικά με τις επιχειρηματικές μελλοντικές προσδοκίες ή/και εκτιμήσεις που καταγράφτηκαν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτή την παράμετρο.
Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού
Για τις επιχειρήσεις, οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, τουλάχιστον κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, προκάλεσαν τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αυξήθηκαν μεσοσταθμικά το κόστος ενέργειας κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.
Η δεύτερη επίπτωση, που είναι απόρροια της πρώτης, ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (34,8) αύξησε τις τιμές τους. Μεσοσταθμικά, οι τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,9%, γεγονός που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας τους το απορρόφησαν. Ωστόσο, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν πως 1 στις 2 επιχειρήσεις (48,9%) θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών τους.
Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, τη μείωση της ζήτησης λόγω των ανατιμήσεων, την επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που κινδυνεύει να εισέλθει σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού και των υποχρεώσεων που συσσώρευσαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σχετίζεται με τη σοβαρή αύξηση των υπερχρεωμένων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις είχαν τουλάχιστον μια ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες, ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις είχε πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επιπλέον, 1 στις 5 επιχειρήσεις είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τα παραπάνω προδιαγράφουν μια ιδιαίτερα δυσοίωνη κατάσταση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων, που επιτάσσει σοβαρή βελτίωση ή ακόμα και διεύρυνση των εργαλείων και των μέτρων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον, απαιτεί αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με το κόστος ενέργειας. Τέλος, αναγκαία κρίνεται η διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται, τουλάχιστον, ο ανασχεδιασμός των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε ένα σημαντικό μέρος των επιχορηγούμενων χρηματοδοτήσεων να κατευθυνθεί αποκλειστικά προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Τα σημαντικότερα ευρήματα
Δείκτης Οικονομικού κλίματος
· Ο Δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του έτους, καθώς διαμορφώθηκε στις 52,4 μονάδες έναντι των 46,3 που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο.
· Ωστόσο, η κατάσταση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται μέσα από τον δείκτη οικονομικού κλίματος, δεν προσέγγισε τα προ πανδημίας επίπεδα. Η ανάκαμψη που καταγράφεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 είναι χαμηλότερη των προσδοκιών, καθώς η εμφάνιση του πληθωρισμού, πρωτίστως λόγω της ενεργειακής κρίσης και δευτερευόντως εξαιτίας της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας, δημιούργησε νέες προκλήσεις.
· Επιπλέον, η εύθραυστη αυτή ανάκαμψη συντελέστηκε με όρους ανισότητας. Η πλειονότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Για τις επιχειρήσεις αυτές τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας παραμένουν καθώς και η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
· Ειδικότερα, το 47,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως η κατάστασή του επιδεινώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2021, έναντι του 26,9% που δήλωσε πως βελτιώθηκε και του 25,2% που δήλωσε ότι παρέμεινε αμετάβλητη.
· Επιπλέον, οι προσδοκίες για το τρέχον εξάμηνο (Α’ 2022) είναι χαμηλότερες σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, χωρίς, μάλιστα, να έχουν συνεκτιμηθεί οι επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
· Συγκεκριμένα, ο δείκτης προσδοκιών για το πρώτο εξάμηνο του 2022 ανήλθε στις 54,1 μονάδες έναντι 54,9 που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο.
Τιμές αγαθών/υπηρεσιών
· Οι τιμές αγαθών/υπηρεσιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι εμφανές πως έχουν επηρεαστεί από την αύξηση κυρίως των τιμών ενέργειας. Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ο αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους διευρύνθηκε περαιτέρω.
· Συγκεκριμένα, το 34,8% των επιχειρήσεων αύξησε τις τιμές του έναντι του 9,4% που τις μείωσε και του 55,6% που τις διατήρησε σταθερές.
· Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι το Β’ εξάμηνο του 2021 οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αύξησαν μεσοσταθμικά τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών τους κατά 4,9%.
· Όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν σε σημαντικά μεγάλη αύξηση του αριθμού εκείνων που θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών τους.
· Συγκεκριμένα, το 48,9% των επιχειρήσεων εκτιμούσαν ότι θα αυξήσουν τις τιμές τους, έναντι μόλις του 4,4% που δήλωσε ότι θα τις μειώσει και του 43,6% που δήλωσε πως θα τις διατηρήσει σταθερές.
Κύκλος εργασιών
· Για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 46,5% των επιχειρήσεων δήλωσε πως μειώθηκε ο κύκλος εργασιών του, το 28,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε, ενώ σταθερός παρέμεινε για το 23,7%.
· Για τις επιχειρήσεις που κατέγραψαν μείωση κύκλου εργασιών (46,5%), ο μέσος όρος μείωσης αντιστοιχούσε στο 35,2%, ενώ για τις επιχειρήσεις που κατέγραψαν αύξηση κύκλου εργασιών (28,1%), ο μέσος όρος αύξησης αντιστοιχούσε στο 23,7%.
· Όσον αφορά τον ετήσιο κύκλο εργασιών για το 2021, το 46,8% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι ο ετήσιος κύκλος εργασιών ήταν έως 50.000€. Το 17,2% από 50.000€ ως 100.000€, το 15,5% από 100.000€ ως 300.000€, το 5,4% από 300.000€ ως 500.000€, το 3,5% από 500.000€ ως 1 εκ. € και πάνω από 1 εκ. € κύκλο εργασιών είχε το 5,5% των επιχειρήσεων.
· Το 37,5% των μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως το 2021 έκλεισε με κέρδη, έναντι το 36% που έκλεισε με ζημιές και του 17,3% που δεν είχε ούτε κέρδη ούτε ζημιές.
Ζήτηση – παραγγελίες
· Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, για το 37,5% των επιχειρήσεων η ζήτηση μειώθηκε. Αυξήθηκε για το 32,5% και έμεινε αμετάβλητη για το 29,7%.
· Μείωση των παραγγελιών δήλωσε το 43,8% των επιχειρήσεων. Αμετάβλητες δήλωσε ότι έμειναν οι παραγγελίες το 27,9% των επιχειρήσεων, ενώ το 27,3% δήλωσε ότι αυξήθηκαν.
Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα
· Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η ρευστότητα μειώθηκε για το 48,8% των επιχειρήσεων, έμεινε αμετάβλητη για το 28,9% και αυξήθηκε για το 22,1%.
· Το πρόβλημα ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παραμένει. Αυτό φαίνεται και από την αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των επιχειρήσεων που δηλώνουν μηδενικά ή αρκετά μικρό χρόνο επάρκειας ταμειακών διαθέσιμων.
· Συγκεκριμένα, περίπου 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,9%) δήλωσαν πως δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, το 11% δήλωσε πως επαρκούν για λιγότερο από μήνα, ενώ το 17,6% δήλωσε πως επαρκούν για ένα μήνα.
· Με άλλα λόγια, φαίνεται πως για περισσότερες από 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (50,5%) τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα, ποσοστό που ξεπερνά ακόμα και τα αντίστοιχα στοιχεία του Φεβρουαρίου του 2021, όπου ακόμα δεν είχε εφαρμοστεί ένα πολύ μεγάλο μέρος των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων.
Επιπτώσεις ανατιμήσεων
· Ιδιαίτερα αρνητικές καταγράφονται οι επιπτώσεις των ανατιμήσεων, ιδίως στις τιμές ενέργειας, για τη ζήτηση και τη λειτουργία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
· Συγκεκριμένα, το 77,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι οι ανατιμήσεις έχουν επηρεάσει πολύ ή/και αρκετά τη ζήτηση, έναντι του 22,1% που δήλωσε ότι έχουν επηρεάσει τη ζήτηση λίγο ή/και καθόλου.
· Επιπλέον, το 77,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι οι ανατιμήσεις έχουν επηρεάσει πολύ ή/και αρκετά τη λειτουργία της επιχείρησής του, έναντι του 21,6% που δήλωσε ότι την έχει επηρεάσει λίγο ή/και καθόλου.
· Τα κόστη λειτουργίας των οποίων η αύξηση έχει επηρεάσει αρνητικά τη δραστηριότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι τα εξής:
o η αύξηση των λογαριασμών ενέργειας για το 61,5% των επιχειρήσεων,
o η αύξηση του κόστους προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων για το 26,9% των επιχειρήσεων,
o η αύξηση του κόστους καυσίμων οχημάτων για το 4,7% των επιχειρήσεων,
o η αύξηση του κόστους προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων για το 0,6% των επιχειρήσεων.
· Από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας προέκυψαν για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 τα εξής:
o το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά 89,8%,
o το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 48,2%,
o το κόστος καυσίμων οχημάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 70,3%,
o το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 35%.
· Όσον αφορά τα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών, από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε ότι τα δυο σημαντικότερα είναι:
o η μείωση των ειδικών φόρων στην ενέργεια και τα καύσιμα (62,1%) και
o η μείωση του ΦΠΑ (57,5%).
Απασχόληση
· Στην απασχόληση τα στοιχεία είναι καλύτερα σε σχέση με τις τρεις προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διενεργήθηκαν εν μέσω πανδημίας, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που αύξησαν/μείωσαν το προσωπικό τους επιστρέφει σε επίπεδα προ πανδημίας, δηλαδή σε θετικό πρόσημο. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 8,7% των επιχειρήσεων αύξησε το προσωπικό του έναντι του 7,4% που το μείωσε και του 82,9% που το διατήρησε.
· Ωστόσο, η έντονη κινητικότητα και ελαστικότητα, που οφείλονται κατά κύριο λόγο στην εποχικότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια την ελληνική αγορά εργασίας, παραμένουν. Το 36,3% των επιχειρήσεων απασχολεί προσωπικό μερικής/εκ περιτροπής απασχόλησης, έναντι του 63,7% που το προσωπικό του είναι πλήρους απασχόλησης.
Επενδύσεις
· Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021:
o το 21,8% των μικρών και πολύ επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές επενδύσεις (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές),
o το 15,6% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα,
o το 7,9% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις σε κτηριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό,
o το 6,1% επένδυσε σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού (π.χ. συστήματα πιστοποίησης οργάνωσης και λειτουργίας).
· Γενικά, το 33% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έκανε κάποιου είδους επένδυση το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
· Ωστόσο, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων οι επενδύσεις αυτές ήταν μικρής κλίμακας. Το ύψος της επένδυσης για το 55,5% των επιχειρήσεων ήταν έως 5.000€. Για το 10% ήταν από 5.001€ – 10.000€, για το 10,7% από 10.001€ – 20.000€, για το 8,8% από 20.001€ – 50.000€, για το 6,1% από 50.001€ – 100.000€ και για το 5% πάνω από 100.000€.
· Όπως φαίνεται, για το μεγαλύτερο μέρος των μικρών επιχειρήσεων, οι επενδύσεις που έγιναν το προηγούμενο εξάμηνο ήταν κυρίως επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο επέκτασης ή ανάπτυξης.
· Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τις πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων που έγιναν. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών χρηματοδοτήθηκε με ίδια κεφάλαια (86,4%), έναντι μόλις του 6% που χρηματοδοτήθηκε μέσω ΕΣΠΑ και του 3,8% που χρηματοδοτήθηκε με τραπεζικό δανεισμό.
Ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών
· Το 58,4% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει ενσωματώσει συστήματα ψηφιακού μάρκετινγκ.
· Το 26,3% έχει ενσωματώσει συστήματα και συσκευές που παρακολουθούνται ή ελέγχονται από απόσταση μέσω του διαδικτύου.
· Το 17,3% έχει ενσωματώσει συστήματα ηλεκτρονικών πωλήσεων (e-shop).
· To 16,5% συμμετέχει σε διαδικτυακή πλατφόρμα.
· Το 14,1% επεξεργάζεται και αναλύει δεδομένα παραγωγικής/εμπορικής δραστηριότητας.
· Το 6% έχει ενσωματώσει εφαρμογές αυτοματοποίησης στην παραγωγική διαδικασία.
· Το 17,4% δήλωσε ότι προχώρησε σε ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
· Για τις επιχειρήσεις που έχουν e-shop ή/και συμμετέχουν σε ψηφιακή πλατφόρμα οι ηλεκτρονικές πωλήσεις αντιστοιχούν μεσοσταθμικά στο 26,7% του κύκλου εργασιών τους.
· Όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι προσδοκίες ήταν θετικές, καθώς το 12,3% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό του, έναντι μόλις του 3,8% που δήλωσε ότι θα το μειώσει.
Υποχρεώσεις/Οφειλές
· Ανησυχητικά είναι και τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την κατάσταση των υποχρεώσεων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και τη δυνατότητά τους να αντεπεξέλθουν σε αυτές.
· Σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες υποχρεώσεων παρουσιάζεται αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
· Σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (47,3%) φαίνεται πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 1 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων που παρακολουθεί το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
· Ειδικότερα:
o 1 στις 4 επιχειρήσεις (25,7%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ (23,8% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις (22,2%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (15,2% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,7%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές (20,1% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o το 14,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου (14,3% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o Το 13,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (νερό, τηλεφωνία κλπ) (13,1% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o Το 13,5% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές (15,4% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
o Το 12,1% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ (10,2% το πρώτο εξάμηνο του 2021).
· Αυξητικές τάσεις καταγράφονται και στον βαθμό υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του 2021 οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε 2 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αντιστοιχούσαν στο 9,9% των επιχειρήσεων, έναντι του 7,7% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και του 7,2% του τελευταίου προ πανδημίας εξαμήνου.
· Επιπλέον, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 3 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων ανήλθαν το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στο 24,2%, έναντι του 22,3% που ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2021 και του 17,8% που ήταν το τελευταίο προ πανδημίας εξάμηνο.
· Σημειώνεται, επίσης, ότι το 32,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον μία κατηγορία υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (εφορία ή ασφαλιστικά ταμεία), ενώ σχεδόν 1 στις 5 (19,2%) έχει παράλληλα ληξιπρόθεσμες φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές.
Δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας
· Ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρόλο που υποχωρεί στην παρούσα έρευνα σε σχέση με την προηγούμενη (Ιούλιος 2021), παραμένει σε υψηλό επίπεδο.
· Συγκεκριμένα, σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις (32,8%) εκφράζουν το φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον.
· Επιπλέον, η αύξηση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που διατηρεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αποτελεί έναν παράγοντα που επηρεάζει βάσιμα τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών.
· Αυτό προκύπτει και από τον δείκτη βιωσιμότητας της παρούσας έρευνας, καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν άμεσο και πραγματικό κίνδυνο διακοπής της δραστηριότητάς τους ανήλθε στο 4,6%, έναντι 4,1% που ήταν στην αντίστοιχη έρευνα του Ιουλίου του 2021.