Ινστιτούτο ΕΝΑ: Οι διαχρονικά χαμηλές δαπάνες για την Παιδεία στην Ελλάδα

Ο ρόλος της πανδημίας και η σύγκριση με την Ευρώπη

Η εκπαίδευση αποτελεί αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των παιδιών, το οποίο πρέπει να προστατεύεται εξίσου σε περιόδους κανονικότητας και κρίσης. Ωστόσο, η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και τα προγράμματα λιτότητας, όπως και η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση και τα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας, θέτει υπό αμφισβήτηση την απρόσκοπτη πρόσβαση και συμμετοχή όλων των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, σύμφωνα με το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2021 για του Ινστιτούτου ΕΝΑ.

Οι συνολικές δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση αφορούν τόσο τις δαπάνες για όλα τα επίπεδα (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, μετα-δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση). Κατά τη διάρκεια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, οι δαπάνες υπέστησαν σημαντικές μειώσεις, παρότι η στήριξη της εκπαίδευσης είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών μεγέθυνσης και για την αποκλιμάκωση της ανεργίας.

Σε επίπεδο ΕΕ-27 για την περίοδο 1995-2019, οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση κυμάνθηκαν μεταξύ 4,7% και 5,1% του ΑΕΠ. Η αύξηση του ποσοστού οφείλεται στη μείωση του ΑΕΠ κατά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και όχι στην αύξηση των καθαυτό δαπανών.

Την περίοδο 2010-2017, η μείωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση κατά -34% οδήγησε το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας, με
κύρια χαρακτηριστικά την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση . Οι ανισότητες εντάθηκαν, οι δομικοί περιορισμοί ενισχύθηκαν π.χ. συγχωνεύσεις σχολείων, μείωση
εισοδήματος εκπαιδευτικών, ανεπαρκής και καθυστερημένη στελέχωση, ελλιπείς υλικοτεχνικές υποδομές και ανεπαρκής εξοπλισμός), ενώ σημαντικά κόστη μετακυλίστηκαν στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Αντιστροφή της τάσης καταγράφηκε το διάστημα 2017-2020 με διαδοχικές αυξήσεις των δημόσιων δαπανών.  Στην Ελλάδα η υποχρηματοδότηση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.

Σύμφωνα με την Eurostat, το 2019 οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση στην ΕΕ-27 ανήλθαν στα 654 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 4,7% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση (4,0% του ΑΕΠ), με τις δαπάνες να υπολείπονται σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 0,7%. Αν και ως ποσοστό του ΑΕΠ οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα (4,0%) φαίνεται πως συγκλίνουν προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης (4,7%), η εικόνα αυτή είναι εν μέρει πλασματική. Η αύξηση του ποσοστού οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση των δαπανών
ήταν μικρότερη από την αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ.

Ο προϋπολογισμός του 2021 σηματοδότησε μια σαφή μετατόπιση στις πολιτικές προτεραιότητες, προδιαγράφοντας τη μείωση ζωτικών πιστώσεων για τη λειτουργία σχολείων, ΑΕΙ και εποπτευόμενων φορέων. Στη συνέχεια, ο τακτικός προϋπολογισμός του 2022 διαμορφώθηκε στα 4,9 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο ΕΕ-27, η Ελλάδα καταλαμβάνει διαχρονικά μία από τις χαμηλότερες θέσεις όσον αφορά τον προϋπολογισμό για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ενδεικτικά, το 2019 κατέλαβε την τρίτη χειρότερη θέση, με τις δαπάνες να διαμορφώνονται στο 4,0% του ΑΕΠ.

Ψηφιακή πρόσβαση και ανισότητα

Ο δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που συμπυκνώνει τους σχετικούς δείκτες για την ψηφιακή απόδοση της Ευρώπης και παρακολουθεί την εξέλιξη των κρατών-μελών της ΕΕ ως προς την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα.

Το Ευρετήριο Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) βασίζεται σε 5 συγκριτικούς δείκτες ψηφιακής απόδοσης, που καθορίζονται ως εξής:

1. Συνδεσιμότητα/ευρυζωνικότητα: Πρόσβαση σε σταθερή και κινητή ευρυζωνική σύνδεση στο διαδίκτυο και ποιότητα αυτής (ταχύτητα – κόστος)

2. Ανθρώπινο κεφάλαιο/ψηφιακές δεξιότητες: Ψηφιακές δεξιότητες του πληθυσμού που απαιτούνται για να εκμεταλλευτούν οι πολίτες τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες της ψηφιακής κοινωνίας. Χωρίζονται σε βασικές δεξιότητες χρήσης του ίντερνετ και σε προηγμένες δεξιότητες (βλ. προγραμματισμός)

3. Χρήση των υπηρεσιών διαδικτύου από τους πολίτες: Πλήθος των δραστηριοτήτων που εκτελούν οι πολίτες διαδικτυακά (χρήση ίντερνετ, social media, e-banking, e-shopping)

4. Ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις: Βαθμός ψηφιοποίησης της επιχειρηματικότητας, χρήση νέων τεχνολογιών και ηλεκτρονικό εμπόριο

5. Ψηφιοποίηση δημόσιου τομέα/ηλεκτρονική διακυβέρνηση: Βαθμός ψηφιοποίησης της σχέσης πολίτη – κράτους και δυνατότητα πρόσβασης στα ανοιχτά δεδομένα.

Για το 2021 (στοιχεία του 2020) η Ελλάδα καταλαμβάνει συνολικά την 25η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία στη συνολική σχετική κατάταξη. Σημειώνεται ότι σε όλους τους επιμέρους δείκτες η Ελλάδα τοποθετείται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Με βάση τα στοιχεία που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν από την πανδημία (στοιχεία 2021 με έτος αναφοράς το 2020), η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, καθώς μόλις 1 στα 5 νοικοκυριά είχαν πρόσβαση σε σταθερό δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN) με δυνατότητα παροχής συνδεσιμότητας gigabit.

Όσον αφορά την τηλεκπαίδευση, η έλλειψη/ανεπάρκεια τεχνολογικών μέσων και υποδομών δεν επέτρεψε την ισότιμη πρόσβαση και συμμετοχή όλων των μαθητών, ενώ οι κρατικοί πόροι για την αγορά εξοπλισμού ήταν περιορισμένοι και διατέθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ευάλωτες ομάδες του μαθητικού πληθυσμού (μαθητές προερχόμενοι από ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, παιδιά σε απομακρυσμένες περιοχές, Ρομά, παιδιά προσφύγων και μεταναστών) αποκλείστηκαν από την εκπαιδευτική διαδικασία.


© 2024 iThessalia | CREATED BY ITWORX