Ο αντίκτυπος από τις επιτοκιακές αυξήσεις και οι φόβοι των ειδικών περί νέας κατάρρευσης των μετοχών
Απειλή για νέα παγκόσμια κρίση χρέους βλέπει το ΔΝΤ, την ώρα που η ΕΚΤ χτυπά καμπανάκι για τον αντίκτυπο που θα έχουν οι επιτοκιακές αυξήσεις στο δημόσιο χρέος και οι γκουρού των αγορών φοβούνται ότι τα χειρότερα έπονται με νέα κατάρρευση των μετοχών και όχι μόνο.
Οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης βρίσκονται αντιμέτωπα με επιτοκιακές αυξήσεις και ανεξέλεγκτες πληθωριστικές πιέσεις που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ειδικά για τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες και επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΚΤ, που δημοσιοποιήθηκε χθες. Η έκθεση σκιαγραφεί ένα σκηνικό εξασθενημένων οικονομικών προοπτικών στην Ευρωζώνη, υπό το βάρος του αυξημένου κόστους και του πολέμου στην Ουκρανία, με πιο δύσκολη πλέον την ομαλοποίηση των δημοσιονομικών θέσεων και με τις επιχειρήσεις να βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγαλύτερες προκλήσεις, εξαιτίας των διαταραχών στην παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας.
Οι βραχυπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις έχουν αυξηθεί σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, γεγονός που, σύμφωνα με την ΕΚΤ, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα για την αντιστάθμιση των υψηλών τιμών ενέργειας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ειδικά στις χώρες με βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης απ’ ό,τι αναμενόταν αρχικά, τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να μεταφραστούν σε υψηλότερες χρηματοδοτικές ανάγκες, κάτι που θα ασκούσε νέες πιέσεις στις δυναμικές του κρατικού χρέους, ειδικά στις υπερχρεωμένες χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται, σύμφωνα με την έκθεση, στην κορυφή από πλευράς δημόσιου και πολύ υψηλά από πλευράς ιδιωτικού χρέους.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αυξήσει τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαιτίας του αντίκτυπου του πολέμου σε όλες τις πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας και των χρηματοοικονομικών συνθηκών», αναφέρει ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουί ντε Γκίντος. Η εξέλιξη αυτή καθιστά πιο αυστηρές τις χρηματοοικονομικές συνθήκες, επηρεάζοντας τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους ιδιαίτερα των επιχειρήσεων χαμηλής αξιολόγησης, εξήγησε. «Παρά την πρόσφατη διόρθωση των τιμών ενεργητικού, οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο περαιτέρω απότομης πτώσης», σημειώνει.
Ειδική μνεία κάνει η ΕΚΤ και για την αγορά στέγης της Ευρωζώνης, όπου οι τιμές αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό σε διάρκεια 20 ετών στο τελευταίο τρίμηνο του 2021, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, και αυτό την κάνει αυτομάτως επιρρεπή σε μεγάλες διορθώσεις ως προς τις αποτιμήσεις της, ειδικά εάν τα επιτόκια των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων αυξηθούν ταχύτερα από τον πληθωρισμό. Πιο εκτεθειμένες είναι οι αγορές σε χώρες που κινδυνεύουν από φούσκες πυροδοτούμενες από χρέος. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι τιμές στέγης στην Ευρωζώνη είναι υπερεκτιμημένες κατά 15%, ενώ σε κάποιες χώρες μπορεί να φθάνει και το 60%, με βάση τη σχέση μεταξύ τιμών και εισοδήματος. Τώρα, προειδοποιεί ότι μπορεί να ακολουθήσει πτώση μεταξύ 0,83% και 1,17% για κάθε αύξηση 10 μονάδων βάσης στα επιτόκια των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Το μεγαλύτερο χρέος των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ παρατηρείται, σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε Ελλάδα, Κύπρο και Ολλανδία.
Το ΔΝΤ
Tην ίδια στιγμή, το ΔΝΤ βλέπει να αυξάνονται επικίνδυνα τα επίπεδα δημοσίου χρέους σε ολόκληρο τον κόσμο, με το μεγαλύτερο βάρος να δέχονται οι αναδυόμενες χώρες, σε μία εξέλιξη που συνιστά αυξημένο κίνδυνο, χωρίς ωστόσο να βλέπει άμεσα μία παγκόσμια κρίση κρατικού χρέους, όπως δήλωσε η πρώτη αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ.
Ομοιότητες με το 2008
Ο επικεφαλής της Scion Asset Management, Μάικλ Μπέρι, που προέβλεψε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έγραψε σε tweet ότι «όπως και τότε, είναι σαν να βλέπεις το αεροπλάνο να πέφτει», καθώς τα χρηματιστήρια κατρακυλούν και οι πωλήσεις κατοικιών στις ΗΠΑ μειώνονται σημαντικά. Τον Δεκέμβριο του 2015, ο Μπέρι, που ήταν και πρωταγωνιστής στην ταινία «The Big Short», είχε πει στο New York magazine ότι στα τέλη του 2007, καθώς η αγορά κατοικιών κατέρρεε, έβλεπε ξανά και ξανά τον ίδιο εφιάλτη, ένα αεροπλάνο που έπεφτε. Ο Μπέρι έχει προβλέψει ότι το επόμενο κραχ θα είναι μεγαλύτερο από αυτό του 2008, ενώ πέρυσι το καλοκαίρι προειδοποίησε για «τη μεγαλύτερη κερδοσκοπική φούσκα όλων των εποχών σε όλες τις κατηγορίες ενεργητικού». Από την πλευρά του, ο γνωστός μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος κάλεσε την Ευρώπη να χρησιμοποιήσει τη διαπραγματευτική της δύναμη και να επιβάλει «βαρύ φόρο στις εισαγωγές φυσικού αερίου». «Η Ρωσία δεν θα ανακτούσε ποτέ τις πωλήσεις που έχασε. Εάν δεν προμηθεύει την Ευρώπη, πρέπει να κλείσει τις γεωτρήσεις της στη Σιβηρία από όπου βγαίνει το φυσικό αέριο», είπε μιλώντας στο Νταβός.
Πού θα κλείσουν φέτος οι μετοχές;
Ανάκαμψη των διεθνών μετοχών από τα σημερινά επίπεδα βλέπουν έως τα τέλη του έτους αναλυτές που συμμετείχαν στο χθεσινό poll του Reuters, παρότι θεωρούν ότι θα παραμείνουν πολύ χαμηλότερα από τα ιστορικά του Ιανουαρίου τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος. Δεν παρέλειψαν ωστόσο να διευκρινίσουν ότι η όποια ανάκαμψη θα συνοδεύεται από έντονη αβεβαιότητα, αστάθεια και θα είναι υποτονική.
Σε αντίθεση με προηγούμενα επεισόδια, όπου οι επενδυτές έβλεπαν τις διορθώσεις ως ευκαιρία για αγορά μετοχών στα χαμηλά, η σημερινή πτώση αποδεικνύεται πιο επίμονη, υποδηλώνοντας την επιδείνωση των προοπτικών για το ριψοκίνδυνο ενεργητικό. «Οι διεθνείς μετοχές βρίσκονται στο μέσον μίας bear market η οποία δεν έχει ακόμη τελειώσει. Μακροοικονομικά και κερδοφορία εξακολουθούν να επιδεινώνονται», αναφέρει ο Μάικλ Γουίλσον, στρατηγικός αναλυτής της Morgan Stanley. Tα τρία τέταρτα των αναλυτών προβλέπουν ότι η σημερινή «καταιγίδα» θα διαρκέσει τουλάχιστον τρεις ακόμη μήνες και ότι οι μετοχές αξίας θα παρουσιάσουν καλύτερες επιδόσεις από τις μετοχές ανάπτυξης.
Όμως, παρότι οι στρατηγικοί αναλυτές της Wall Street προβλέπουν ότι ο δείκτης S&P 500 θα τερματίσει το 2022 πάνω από τα σημερινά επίπεδα και θα ενισχυθεί 10%, δεν αναμένεται να καλύψει το σύνολο των φετινών απώλειών του που φθάνουν το 17%. Όσο για τις ευρωπαϊκές μετοχές, που έχουν υποστεί βουτιά 10% έως τώρα στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, δεν αναμένεται να κλείσουν τη χρονιά με σημαντικά κέρδη.
Επιμέλεια: Έφη Τριήρη