Καρκίνος: Δεν διδάσκεται ογκολογία στο 70% των ιατρικών σχολών στην Ελλάδα

Δραματικά συμπεράσματα για την πορεία του καρκίνου στη χώρα μας από το πρώτο Μητρώο Ανισοτήτων για τον καρκίνο στην Ε.Ε.

Αμείωτη παραμένει η θνησιμότητα από καρκίνο στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία, παρά την πρόοδο της ιατρικής και παρά το γεγονός ότι η συχνότητα της νόσου είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τη στιγμή που είμαστε δεινοί καπνιστές και παχύσαρκοι.

Αιτία είναι οι ανυπαρξία οργανωμένων προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου στον πληθυσμό και η αδυναμία πρόσβασης στην κατάλληλη περίθαλψη, πρόβλημα που εντάθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης με τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων δομών περίθαλψης, καθώς και στην προηγούμενη διετία της πανδημίας όπου υπήρξε αδυναμία πρόσβασης σε χειρουργικές επεμβάσεις.

Τα στοιχεία αυτά επισημαίνονται στο πρώτο προφίλ της Ελλάδας για τον καρκίνο 2023, που εκπονήθηκε από το Παρατηρητήριο Υγείας της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, για την κατάρτιση του Μητρώου Ανισοτήτων για τον Καρκίνο της Ε.Ε. στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για τον Καρκίνο, της Ε.Ε.

Το νέο Μητρώο, δείχνει την έλλειψη κέντρων ακτινοθεραπείας στη χώρα μας, καθώς αντιστοιχούν 6,7 επιταχυντές ανά 100.000 πληθυσμού, έναντι 8,9 στην Ευρώπη, ενώ το κατά κεφαλήν κόστος της νόσου περιορίζεται στα 229 ευρώ από 326 ευρώ στην Ευρώπη.

Πολύ χειρότερα, μαζί με την έλλειψη δομών περίθαλψης ιδίως στην περιφέρεια της χώρας, το παρατηρητήριο διαπιστώνει την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού υγειονομικών, καθώς και έλλειμμα στην εκπαίδευση των γιατρών και λοιπών υγειονομικών στην ογκολογία, την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου, ενώ η ποιότητα στις αντικαρκινικές υπηρεσίες υγείας σπανίως μπορεί να αποδειχθεί.

Τα προβλήματα αυτά δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια κυρίως σε πληθυσμούς που είναι περιθωριοποιημένοι, απομονωμένοι και δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τις υπηρεσίες υγείας.

Αύξηση θνησιμότητας

Οι πρόωροι θάνατοι από καρκίνο αναμένεται να αυξηθούν στο 8% ως το 2030, ποσοστό πολύ υψηλότερο του 5,1% που αποτελεί στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Η πρόβλεψη αιτιολογείται από δομικά προβλήματα που υπάρχουν με το ανθρώπινο δυναμικό στις διαγνωστικές και θεραπευτικές μονάδες, τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό, τον κατακερματισμό των υπηρεσιών, την ανύπαρκτη πρόληψη, την έλλειψη προσυμπτωματικού ελέγχου και την αύξηση των παραγόντων κινδύνου στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς.

Παράγοντες κινδύνου

Και παρότι οι γυναίκες είναι πιο ευαισθητοποιημένες και ακολουθούν οι ίδιες προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο τραχήλου της μήτρας και μαστού, η μείωση της θνησιμότητας την τελευταία 20ετία έπεσε μόλις κατά 4%, ενώ στους άνδρες έπεσε κατά 14%, δημιουργώντας έναν μέσο όρο της τάξης του 10% για άνδρες και γυναίκες συνολικά, ποσοστό που είναι το μικρότερο στην Ε.Ε.

Οι Έλληνες παραμένουν οι δεύτεροι συχνότεροι καπνιστές μετά του Βούλγαρους παρά την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, εξαιτίας του εισπρακτικού χαρακτήρα των μέτρων, αντί της πρόληψης.

Αντίστοιχα, το 58% των Ελλήνων είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι με το ποσοστό να έχει αυξηθεί κατά 4 μονάδες από το 2014, όταν στις χώρες με αντίστοιχες διατροφικές συνήθειες, τα ποσοστά είναι χαμηλότερα, πχ. Στην Ιταλία 46%, την Κύπρο 50% και την Ισπανία 54%.

Παρότι η κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με τη λοιπή Ευρώπη, δεν υπάρχουν μέτρα πρόληψης και επιπλέον, η έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση θεωρείται υψηλή και ευθύνεται για το 5% των θανάτων στη χώρα.

Οικονομικοί κίνδυνοι

Η περιορισμένη κοινωνική προστασία θέτει τους ασθενείς με καρκίνο σε οικονομικό κίνδυνο. Οι χρόνοι αναμονής για διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου στο δημόσιο τομέα μπορεί να είναι μεγάλοι στην Ελλάδα. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρυθμίσεων για τον ιδιωτικό τομέα υγείας και προστατευτικών μέτρων, έχει αυξήσει την απευθείας οικονομική επιβάρυνση, κυρίως των φτωχότερων νοικοκυριών, που βρίσκονται αντιμέτωπα με καταστροφικές δαπάνες για την υγεία.

Επιπλέον, το αυξανόμενο κόστος ζωής, εν μέρει λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, αναγκάζει τα νοικοκυριά να μην κάνουν έγκαιρα τον προληπτικό έλεγχο και να αναβάλουν τη θεραπεία, με επιπτώσεις τόσο στη συχνότητα του καρκίνου, όσο και στα ποσοστά επιβίωσης.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και στην κορύφωση των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών, σε ασθενείς με πρώιμο και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού, η συνολική μέση ιδιωτική δαπάνη από τη διάγνωση έως το τέλος της θεραπείας υπολογίστηκε σε 4.706 ευρώ, σε μια μέση περίοδο 10,5 μηνών.

Σχεδόν τα μισά νοικοκυριά με ένα μέλος με καρκίνο του μαστού ξόδεψαν πάνω από το 20% του συνολικού εισοδήματός τους για θεραπεία, ένα στα τρία νοικοκυριά ξόδεψε πάνω από 50%. Αυτά τα ποσοστά δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει σε μεγάλο κίνδυνο καταστροφικών δαπανών εάν ένα μέλος του νοικοκυριού έχει καρκίνο. Τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν επίσης πρόσθετο μη κλινικό κόστος λόγω των ανισοτήτων στην πρόσβαση. Ομοίως, στη διάρκεια της πανδημίας, όταν πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχασε τη δουλειά του λόγω καραντίνας, τα νοικοκυριά οδηγήθηκαν σε αναβολή της διάγνωσης και περίθαλψης του καρκίνου και σε αναζήτηση χρηματοδότησης για περίθαλψη σε ιδιωτικά νοσοκομεία.

Έλλειψη ογκολογικών ειδικοτήτων

Το ελληνικό σύστημα υγείας και –κυρίως– ο δημόσιος τομέας έχει σημαντικές ελλείψεις σε εξειδικευμένο ογκολογικό προσωπικό, όπως παθολόγους, αιματολόγους, χειρουργούς ογκολόγους, ογκολόγους ακτινοβολίας, ογκολογικούς νοσηλευτές και τεχνικό προσωπικό για τη διαχείριση του ογκολογικού εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας. Επίσης, λείπουν οι ομάδες συνδυασμού δεξιοτήτων που απαιτούνται για μια ασθενοκεντρική προσέγγιση, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί της ογκολογίας, οι ψυχίατροι, οι ψυχολόγοι και οι διαιτολόγοι. Επιπλέον, ο αριθμός του μη κλινικού προσωπικού που επηρεάζει την ποιότητα της φροντίδας που παρέχεται σε ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών –όπως μηχανικοί και προσωπικό συντήρησης και διαχείρισης ιατρικού εξοπλισμού– είναι περιορισμένος και μειώνεται γρήγορα.

Όσον αφορά την κατάρτιση, η ιατρική ογκολογία είναι περιορισμένη στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών ιατρικών σχολών: θεωρείται βασικό μάθημα μόνο σε δύο από τις επτά ιατρικές σχολές (μόλις στο 28,5% αυτών), ενώ στη γειτονική Ιταλία το ποσοστό είναι 89,1%. Επίσης, η χειρουργική ογκολογία δεν αναγνωρίζεται ακόμη ως αυτόνομη ειδικότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην εκπαίδευση.

Και αυτά παρότι η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αριθμό ιατρών κατά κεφαλήν μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, με 619,5 ανά 100.000 κατοίκους το 2020, το ποσοστό των γενικών ιατρών παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ, με 44 ανά 100.000 κατοίκους. Αυτή η περιορισμένη ικανότητα πρωτοβάθμιας περίθαλψης σημαίνει ότι οι ασθενείς έχουν άμεση πρόσβαση σε νοσοκομειακή και εξειδικευμένη φροντίδα, δημιουργώντας σημεία συμφόρησης, αυξάνοντας τους χρόνους αναμονής και τελικά επηρεάζοντας την ποιότητα της περίθαλψης.

Η ακτινοθεραπεία

Οι δυνατότητες ακτινοθεραπείας είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρότι υπάρχει πληθώρα διαγνωστικού εξοπλισμού. Το 2019, η Ελλάδα διέθετε 71 γραμμικούς επιταχυντές για ακτινοθεραπεία συνολικά – αντιστοιχούν περίπου 7 μηχανήματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού, που είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όλος ο εξοπλισμός υπάρχει σε νοσοκομεία, ενώ ορισμένες χώρες – όπως η Ιταλία – παρέχουν ακτινοθεραπεία και σε περιπατητικούς ασθενείς. Επιπλέον, τα κέντρα σωματιδιακής θεραπείας βρίσκονται μόνο στις δύο μεγάλες πόλεις, γεγονός που οδηγεί σε σοβαρές γεωγραφικές ανισότητες στην πρόσβαση.

Αντίθετα, περισσότεροι αξονικοί και μαγνητικοί τομογράφοι υπάρχουν σε εξωνοσοκομειακές δομές παρά στα νοσοκομεία. Το 2019, η Ελλάδα διέθετε 171 αξονικούς τομογράφους σε νοσοκομεία και 285 σε διαγνωστικά κέντρα, που αντιστοιχεί σε 4,3 ανά 100.000 πληθυσμού, αναλογία πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 2,4. Επιπλέον, υπάρχουν 80 μονάδες μαγνητικής τομογραφίας σε νοσοκομεία και τρεις φορές περισσότερες (262) σε διαγνωστικά κέντρα. Ωστόσο, αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μεγαλύτερη πρόσβαση των ασθενών: οι περισσότεροι τομογράφοι βρίσκονται σε αστικές και ημιαστικές εγκαταστάσεις και εκείνοι σε εξωνοσοκομειακή φροντίδα είναι σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα.

Καθυστερεί η πρόσβαση σε νέα φάρμακα

Η έγκαιρη πρόσβαση σε νέα αντικαρκινικά φάρμακα και ογκολογικά φάρμακα ακριβείας είναι υψίστης σημασίας για τους καρκινοπαθείς, αλλά στην Ελλάδα πρέπει συχνά να περιμένουν πολύ καιρό για να λάβουν σύγχρονα και καινοτόμα φάρμακα.

Το 2017, ο χρόνος εισόδου στην αγορά ενός ογκολογικού φαρμάκου στην Ελλάδα ξεπέρασε τον μέσο όρο της ΕΕ και αυτό επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Υπολογίστηκε ότι ο διάμεσος χρόνος από την άδεια κυκλοφορίας μέχρι την εισαγωγή νέων ογκολογικών φαρμάκων το 2021 ήταν περίπου 28 μήνες, όταν ο μέσος χρόνος μεταξύ της άδειας κυκλοφορίας και της πρώτης πρόσβασης μεταξύ 28 χωρών της ΕΕ ήταν σχεδόν ο μισός (398 ημέρες). Οι ασθενείς στη Γερμανία (17 ημέρες), στο Ηνωμένο Βασίλειο (22 ημέρες) και στην Αυστρία (31 ημέρες) είχαν την πιο γρήγορη πρόσβαση σε φάρμακα.

Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν επίσης το πρόβλημα των ογκολογικών φαρμάκων ακριβείας που απαιτούν δοκιμή βιοδεικτών. αυτό είτε δεν είναι διαθέσιμο είτε δεν επιστρέφεται στην Ελλάδα. Έτσι, στους ασθενείς συνταγογραφούνται πολύ ακριβές και πολύπλοκες νέες θεραπείες ακριβείας, χωρίς να γνωρίζουν αν θα είναι επωφελείς για αυτούς και η χώρα σπαταλά χρήματα σε θεραπείες που μπορεί να μην ενδείκνυνται για τους ασθενείς που τις λαμβάνουν.


Πηγή: www.in.gr
© 2024 iThessalia | CREATED BY ITWORX