Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο ανυπέρβλητος Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή. Συλλέξαμε, μέσα από συνεντεύξεις, μερικά από τα λόγια του, τα οποία πάντα λειτουργούν σαν καταφύγιο, σαν έμπνευση και σαν προστασία.
«Υπάρχει πολύ τσογλάνι στην πιάτσα».
Σε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ «Σπουδή για πορτραίτο» του Δημήτρη Βερνίκου, ο Χατζιδάκις επισκέπτεται τον Τσαρούχη στο σπίτι του, το 1981, και μεταξύ άλλων ακούγεται και αυτή η περιβόητη φράση -τόσο βαθιά και τόσο διαχρονικά επίκαιρη μέσα στην ευκολία της-, δια στόματος Τσαρούχη. Ο Χατζηδάκις χαμογελάει με συγκατάβαση.
Λίγο μετά, ο Τσαρούχης του δείχνει κάποια σχέδιά του, τα οποία έχει κλειδώσει σε ένα μεταλλικό βαλιτσάκι. «Τι να κάνω παιδί μου» λέει, «μου κλέψανε δύο πορτραίτα».
«Ποιοι στα έκλεψαν;» ρωτάει ο Χατζιδάκις.
«Επισκέπτες» απαντάει ο Τσαρούχης.
«Ποιοι επισκέπτες;» επιμένει ο Χατζιδάκις.
«Α, μα καθώς πρέπει» αναφωνεί ο Τσαρούχης, «η αλητεία δεν κλέβει ποτέ» συμπληρώνει.
Γελάνε και οι δύο δυνατά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις εκτός από το αξεπέραστο και τόσο διαχρονικά σύγχρονο μουσικό έργο του έχει μιλήσει για τη ζωή και τους ανθρώπους από τη θέση ενός διαυγούς παρατηρητή, ο οποίος όμως δεν δείλιασε να χαρεί τις ηδονές της.
Δείτε απόσπασμα από αυτή τη συνέντευξη
Μερικές από τις σκέψεις του Μάνου Χατζιδάκι –Μια σπουδαία παρακαταθήκη για το σήμερα
- «Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλώς ένας ζωντανά σκεπτόμενος άνθρωπος. Επειδή όμως η σκέψη έχει γίνει είδος πολυτελείας, στον καιρό μας φαντάζω σαν φιλόσοφος. Φανταστείτε σε τι κατάντια φθάσαμε να φαντάζω εγώ σαν φιλόσοφος, ενώ έχω απλούστατα κοινό νου».
- «Η οικεία φωνή του ραδιοφώνου έχει πλέον χαθεί. Μην ξεχνάτε ότι σήμερα η τηλεόραση έχει πάρει την κύρια θέση μέσα στο σπίτι. Το ραδιόφωνο ήταν κάποτε για τις νοικοκυρές ή για τις γυναίκες που ήταν η μοναδική τους συντροφιά. Και το γεγονός ότι η «φωνή του ραδιοφώνου» που άκουγαν δεν είχε ούτε όψη, ούτε εικόνα, την έκανε να παίρνει διαστάσεις μυθικές. Σήμερα, καμία φωνή, ακόμα και στην τηλεόραση, δεν μπορεί να πάρει διαστάσεις μυθικές, διότι προσωποποιείται. Ακόμα κι ένας σταρ, μες στην τηλεόραση δεν έχει μυθικές διαστάσεις. Οι μυθικές διστάσεις υπάρχουν διότι η φωνή του ραδιοφώνου προσωποποιείται από εμάς τους ίδιους. Διότι η φωνή του ραδιοφώνου, άλλοτε, με την καθημερινή παρουσία, έπαιρνε την όψη του ανθρώπου που εμείς θα θέλαμε να έχει αυτή η φωνή. Αυτό ήταν μαγικό! Σήμερα, με την τηλεόραση, χάθηκε η μαγεία. Μπορεί να μας αιχμαλωτίζει η τηλεόραση, αλλά δεν μας μαγεύει. Με το ραδιόφωνο δημιουργούσαμε τις εικόνες που θέλαμε. Με την τηλεόραση μάς επιβάλλουν τις εικόνες που άλλοι θέλουν. Να η διαφορά!».
- «Όταν ανέλαβα, τον καιρό εκείνο, το Τρίτο Πρόγραμμα, παραμερίζοντας τα κεκτημένα συμφέροντα γύρω από το Ραδιόφωνο, ανέλαβα με ανακούφιση των αρμοδίων- το ανυπόληπτο Τρίτο, με την σχεδόν ασήμαντη ακροαματικότητα, και πραγματοποίησα ένα κέφι του επιπέδου μου. Το πείραμα πέτυχε, αλλά το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού»
- «Η καλή μουσική για τον κινηματογράφο φέρνει πάντα την εικόνα μέσα μας. Δηλαδή, οι μουσικές του Μάξ Στάινερ ή του Άλεξ Νορθ έχουν εξουσία πάνω στο φιλμ, εξουσιάζουν την εικόνα. Είναι δυνατόν να συλλάβεις το Βίβα Ζαπάτα χωρίς τη μουσική του; Και μιλάω για μεγάλες ταινίες, όπως του Καζάν, όχι για ταινίες μικρές. Είναι δυνατόν να σκεφθείς το Λιμάνι της Αγωνίας χωρίς την μουσική του Μπερνστάιν; Είναι μεγαλοφυής μουσική».
- «Στην εποχή μου τα τραγουδάκια που τραγούδαγε όλος ο κόσμος ήταν ηλίθια και εξακολουθούν να είναι ηλίθια φυσικά. Πάντα είναι ηλίθιο ένα κατασκεύασμα που προσαρμόζεται στις φωνητικές δυνατότητές μας. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μας εκφράζει… Λοιπόν τα τραγουδάκια που τραγουδάει ο κόσμος είναι βιομηχανικά κατασκευάσματα.
Η μουσική χρειάζεται 3 πράγματα. Τέχνη, τεχνική και βιώματα. Χωρίς αυτά δε γίνεται να γράψεις μουσική».
- «Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός».
- «Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά».
- «Μου αρέσουν οι 18χρονοι όταν δεν τραγουδάνε, οι 24χρονοι όταν ακούνε, οι 30χρονοι όταν συνομιλούνε, οι συνομήλικοι όταν φανερώνουν παιδεία και ζωτικότητα και οι εις ηλικίαν γέροντες όταν σιωπούν χαμογελώντας με κατανόηση».
- «Είμαι ένας πολύ ομαλός άνθρωπος. Κι έγινα ακόμη πιο ομαλός βλέποντας την ανωμαλία γύρω μου. Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησα με την υποψία πως δεν είμαι τόσο ομαλός. Αλλ’ όταν είδα τι ανωμαλία δέρνει τους άλλους, απέκτησα το σύμπλεγμα ανωτερότητας ενός καθ’ όλα ομαλού ανθρώπου».
- «Ο κινηματογράφος ανέδειξε μουσικούς τη στιγμή που ήθελε να σκεπάσει την αμηχανία του μετά τον βωβό. Όταν απέκτησε ήχο και ομιλία, είχε μεγάλες σιωπηλές σκηνές που το κοινό δεν μπορούσε να τις αποδεχθεί. Υπήρχαν μεγάλες σιωπές. Ακόμα, η εικόνα δεν είχε τη δύναμη να περιέχει όλη την ένταση της σκηνής. Χρειαζόταν βοήθεια. Υπήρχε, δηλαδή, ακόμα η τεχνική του βωβού. Ήρθε λοιπόν, η μουσική που δέσποσε και σκέπασε την αμηχανία, αλλά συγχρόνως απέκτησε και προσωπικότητα. Αυτές οι στιγμές έδωσαν τις μεγάλες φυσιογνωμίες της κινηματογραφικής μουσικής. Σήμερα, ο κινηματογράφος είναι αυτοδύναμος. Και για πολλά χρόνια τώρα, χωρις καν τη μουσική. Μην ξεχνάτε ότι σπουδαίες ταινίες δεν έχουν καθόλου μουσική. Υπήρξαν και θαύματα χωρίς μουσική. Όπως για παράδειγμα, οι ταινίες του Μπέργκμαν. Δεν χρειάστηκαν, λοιπον, πια φυσιογνωμίες. Η τελευταία φυσιογνωμία ήταν ο Νίνο Ρότα, ο οποίος ενήργησε σαν τον Φελίνι τον ίδιο. Αυτή καθαυτή η μουσική είναι αισθηματική. Μέσα στην ταινία του Φελίνι όμως αποκτά δύναμη από την εικόνα του σκηνοθέτη, μιλά με έναν τρόπο αναμνησιολογικό, όπως θα έκανε ο ίδιος ο Φελίνι αν έγραφε την μουσική. Για αυτό και σήμερα δεν βρίσκεται κάποιος να αντικαταστήσει τον Ρότα, παρόλο που υπάρχει ένας πολύ άξιος μουσικός που προσπαθεί, ο Νικόλα Πιοβάνι. Δεν μπορεί να τα καταφέρει όμως, γιατί έχει άλλες φιλοδοξίες στη μουσική του, δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον Φελίνι τόσο καλά όσο και με τους άλλους σύγχρονούς του.Ο Φελίνι με τον Ρότα ήταν κάτι διαφορετικό: η μουσική του Ρότα ήταν η μουσική μνήμη του ίδιου του Φελίνι. Μου έλεγε ο Πιοβάνι τις προάλλες οτι τον κάλεσε ο Φελίνι για την μουσική της καινούργιας του ταινίας. Και του είπε: «Νικόλα, δεν χρειάζομαι καθόλου μουσική» (γέλια). Καταλαβαίνετε λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι για έναν μουσικό σήμερα να συνυπάρξει με φυσιογνωμίες που σχεδόν πραγματοποιούν και τη μουσική στις ταινίες τους».
- «Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;»
- «Είμαι βαθύτατα πολιτικό ον. Αλλά όχι από λατρεία προς την πολιτική πράξη όσο από την ευθύνη που νιώθω σαν Έλληνας πολίτης. Ή μάλλον σαν πολίτης σ’ «αυτόν τον χώρο που ζω». Κατά τ’ άλλα, πιστεύω πως η πλειοψηφία των πολιτικών είναι χειρότερη από την πλειοψηφία των μουσικών. Και κατωτέρου επιπέδου. Θέλω δηλαδή να πω πως αν συγκρίνω την κρατική ορχήστρα και τη Βουλή των Ελλήνων ‒παρά την αντιπάθεια που έχω στις εσωτερικές μικρότητες της ορχήστρας‒, προτιμώ την κρατική ορχήστρα από τη Βουλή».
Μάνος Χατζιδάκις: Προκλητικός για τα μέτρα μας
Άρθρο του Νίκου Μάργαρη (18 Δεκεμβρίου 1986)
Γιατί, σώνει και καλά, τ' άτομα που μας συγκλόνισαν και μας συγκλονίζουν να ερμηνεύονται με κριτήρια που δεν τους αναλογούν;
Πέρσι ο Μάνος Χατζιδάκις είχε δώσει μια συναυλία στην Αρχαία Αγορά, αν δεν κάνω λάθος, όπου το εισιτήριο είχε 2.500 δρχ.
«Είναι απαράδεκτο!» ανέκραξαν οι δημοκράτες του γλυκού νερού και δημιουργήθηκαν εντάσεις και χυδαιότητες.
Από την άλλη πλευρά, την ίδια εποχή, όποιος αγόραζε το περιοδικό στο οποίο ήταν διευθυντής ο Μάνος Χατζιδάκις, έπαιρνε πρόσκληση για την ίδια συναυλία, που κόστιζε 1.000 δρχ. Το περιοδικό είχε τιμή 200 δρχ, και επομένως όποιος ήθελε μπορούσε να παρακολουθήσει τη συναυλία με κόστος 1.200 δρχ και να του μείνει και το περιοδικό.
Κανένας, όμως, δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το γεγονός. Όλοι θεωρούσαν πρόκληση την τιμή και διάβαζαν συνεντεύξεις «αγανακτισμένων» πολιτών για το ακριβό εισιτήριο. Λες και θα τους πήγαιναν με το ζόρι. Καμιά κουβέντα, φυσικά, για τα αισθητικά πορνεία που μας περιτριγυρίζουν, όπου τα ελαττωματικά πιάτα γεμίζουν τα πόδια των αστέρων της νύχτας.
Πριν μερικούς μήνες ο Μάνος Χατζιδάκις, στο οπισθόφυλλο του δίσκου του, έγραψε ότι το μόνο που τον στενοχωρεί είναι ότι θα μπορούν ν’ ακούσουν τη μουσική του δίσκου του και άτομα που δεν εκτιμά, και αυτό τον στενοχωρεί. Όλοι, ξανά, έπεσαν πάνω του.
Έτσι του άρεσε, έτσι πίστευε, έτσι έγραψε. Ας μην αγοράσουν τον δίσκο. Τους υποχρέωσε κανένας; Στο δικό τους δίσκο ας γράψουν ό,τι τους κάνει κέφι. Ας βάλουν επάνω καφέ.
Παλαιότερα, όταν ήταν διευθυντής της Κρατικής, είχε σκανδαλίσει τους «ευσεβείς», επειδή υπέγραφε τις αποφάσεις σ’ ένα καφενείο. Γιατί, όπως είχε δηλώσει, μισεί τη γραφειοκρατία.
Καλά έκανε, και προσωπικά πιστεύω ότι μακάρι να είχαμε τη δύναμη να κάναμε το ίδιο.
Όταν ήταν διευθυντής του Γ’ Προγράμματος, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ κατάφερε να τον εκπαραθυρώσει. Σήμερα, βέβαια, τα ίδια άτομα –που τότε τον υπέβλεπαν– μιλούν για ελεύθερη ραδιοφωνία.
Όμως, είτε το θέλουμε είτε όχι, το Γ’ Πρόγραμμα ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα το παράδειγμα για το τι πραγματικά σημαίνει ελεύθερη ραδιοφωνία.
Το καλοκαίρι ο Μάνος Χατζιδάκις, στις συναυλίες του, απαγόρευε την προσέγγιση φωτογράφων, τα παλαμάκια, τους χορούς και τη φασαρία. Είχε υποχρεώσει κανέναν να τον ακούσει; Όσοι μερακλώνονται εύκολα, γιατί δεν πήγαιναν στο κοντινότερο σκυλάδικο; Γεμάτη είναι η Ελλάδα!
Όμως, η ενέργειά του χαρακτηρίστηκε πρόκληση.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει τις απόψεις του. Ίσως να φαίνεται προκλητικός για τα μέτρα μας. Όμως, η απορία μου είναι μία και μοναδική. Γιατί τον έχουμε συνεχώς στο στόχαστρό μας; Γιατί βγάζουμε όλα τα απωθημένα μας πάνω του;
Πώς μπορώ να μη σέβομαι τον άνθρωπο που έγραψε τον «Μεγάλο Ερωτικό»; Πόσα είναι τα άτομα που μου προσέφεραν αντίστοιχες αισθητικές απολαύσεις στη ζωή μου; Ποιοι από μας δεν συγκινήθηκαν από τα τραγούδια του;
Ο Μίκης Θεοδωράκης ακολουθεί παράλληλους δρόμους μουσικής και κοινωνικής παρέμβασης. Πώς είναι δυνατόν να τον έχουμε και αυτόν μονίμως στο στόχαστρό μας;
Πόσοι είναι εκείνοι που έκαναν τη ζωή μας περισσότερο ανθρώπινη, με την κυριολεξία του όρου, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης;
Πώς μπορώ να ξεχάσω τη «Ρωμιοσύνη», τα «Λιανοτράγουδα», το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», τα «Τραγούδια του Αντρέα»; Συνθέσεις που μας έκαναν να κλάψουμε και ν’ ανέβουμε στα ουράνια;
Κατακραυγή τη μια φορά, γιατί, λέει, δήλωσε «Καραμανλής ή τανκς», βρισιές την άλλη, γιατί θεώρησε ότι μια πολιτική νεολαία τον απειλούσε, χυδαιολογία για τα κέρδη και το κότερό του, βρισιές σήμερα για ό,τι είπε στην Τουρκία.
Αυτή είναι η γνώμη του, αυτή λέει και –φυσικά– είναι αναφαίρετο δικαίωμά του αυτό.
Κάποτε δήλωσε ότι αισθάνεται στην Ελλάδα σαν αεροπλανοφόρο στη λίμνη των Ιωαννίνων, και έφυγε.
Είναι, πιστεύω, τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις δύο ιερά τέρατα, με όλη τη σημασία της λέξης. Ευτυχώς, παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις χυδαιότητες, δεν καταφέραμε να τους βάλουμε στο περιθώριο.
Κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, στα περίφημα «Σχόλια του Γ’», έγραψε:
«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά».
Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχει η ομορφιά με τη μιζέρια σ’ όλες μας τις εκδηλώσεις; Γιατί, σώνει και καλά, τ’ άτομα που μας συγκλόνισαν και μας συγκλονίζουν να ερμηνεύονται με κριτήρια που δεν τους αναλογούν;
Πώς θα επιθυμούσαμε να συμπεριφερθούν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης; Να εκφράζονται με τα «χρηστά ήθη» της πατριδοκαπηλίας και της χυδαιότητας που μας περιβάλλει;
Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να κλείσω το σημερινό σημείωμα μ’ ένα ακόμα απόσπασμα του Μάνου Χατζιδάκι από «Τα σχόλια του Γ’»:
«Μια κόρη ορφανή διεμαρτυρήθη, απήργησε. Επί πολλές ημέρες δεν παρεδόθη εις εραστήν, δεν έφαγεν, δεν ήπιε, δεν κοιμήθηκε. Και το αποτέλεσμα, αντάξιον ενός πανελληνίου συλλόγου, συνδικαλιστικού. Έπαιξεν εις το πιάνον μία βαρκαρόλα ελληνικής κατασκευής, συνθέτου οργανωμένου εις σωματείον, τετράκις εφτερνίσθη και έπειτα ελιποθύμησεν πίπτουσα εις το δάπεδον. Την ώραν δε που ελιποθύμη, ανεφώνησεν: Ζήτω η Πατρίς!»
*Άρθρο του αειμνήστου Νίκου Μάργαρη (1943-2013), πανεπιστημιακού δασκάλου (καθηγητή Οικολογίας), συγγραφέα και αρθρογράφου, που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 18 Δεκεμβρίου 1986.