Οι φοιτητές από μετεγγραφές φαίνεται να ασκούν μία έντονη αρνητική εξωτερικότητα στους φοιτητές υποδοχής και να επηρεάζουν αρνητικά την μαθησιακή διαδικασία.
Δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ότι η εκπαίδευση είναι ένα εργαλείο κοινωνικής πολιτικής με πολυδιάστατο χαρακτήρα και επιδράσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της αίθουσας διδασκαλίας και διαχέονται σε ολόκληρη την κοινωνία. Ένα σωστά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα αναδεικνύει ταλέντα, μορφώνει αυριανούς πολίτες και δίνει ώθηση κοινωνικής ανέλιξης σε νέα παιδιά ανεξαρτήτως καταγωγής, οικογενειακού περιβάλλοντος ή οικονομικής ευρωστίας.
Είναι δε κοινός τόπος ότι η αξία της εκπαιδευτικής διαδικασίας διαμορφώνεται τόσο από την ποιότητα των δασκάλων/καθηγητών όσο και από την ποιότητα των συμμαθητών/συμφοιτητών: όσο καλύτεροι είναι οι συμφοιτητές μου, τόσο καλύτερος θα γίνω και εγώ!
Όμως η βαθιά αυτή εδραιωμένη πίστη στην δύναμη και την αξία των θετικών αλληλεπιδράσεων της εκπαιδευτικής διαδικασίας έρχεται πολλές φορές σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές πολιτικές. Σκεφτείτε για παράδειγμα τις πολιτικές που συνδέονται με τις μετεγγραφές/μετακινήσεις φοιτητών από ένα τμήμα και πόλη σε κάποιο άλλο τμήμα κοντά στην μόνιμη κατοικία της οικογένειας τους. Μία τέτοια πολιτική, κάτω από αυστηρά οικονομικά και κοινωνικά (βλ. πολύτεκνη οικογένεια) κριτήρια, σκοπό είχε να βοηθήσει οικονομικά με έμμεσο τρόπο οικογένειες που δεν θα ήταν σε θέση να διατηρούν πολλαπλά νοικοκυριά.
Δυστυχώς όμως, με το πέρασμα του χρόνου, τα δύο αυτά κριτήρια (πολυτεκνία και οικονομική κατάσταση) αποσυνδέθηκαν, με αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση των μετεγγραφών, τις περισσότερες φορές από τμήματα της περιφέρειας σε τμήματα των μεγάλων πόλεων, με αποκορύφωμα τα τελευταία χρόνια μετά την εξίσωση των πρώην ΤΕΙ σε ΑΕΙ.
Μερικοί τίτλοι από άρθρα στον ημερήσιο τύπο είναι ενδεικτικοί: «Ο ένας στους τέσσερις φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) σπουδάζει στο ίδρυμα με μετεγγραφή από κάποιο άλλο πανεπιστήμιο της περιφέρειας.», «Τα 2/3 Πανεπιστημιακού Τμήματος το 2018 πήραν μετεγγραφή!», «Φοιτητής με μέσον όρο… 4 θα σπουδάσει σε τμήμα ΑΕΙ στο οποίο η βάση είναι 18!»
Ποια είναι όμως η επίπτωση αυτών των μετεγγραφών στους φοιτητές του τμήματος υποδοχής; Για να πάρει κάποιος μετεγγραφή σημαίνει ότι η βαθμολογία του στις πανελλήνιες εξετάσεις ήταν χαμηλότερη από αυτή του τμήματος στο οποίο ζητά μετεγγραφή. Εάν πράγματι πιστεύουμε ότι υφίστανται θετικές αλληλεπιδράσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία, τότε δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για το αντίθετο αποτέλεσμα εάν αρχίζουμε να «γεμίζουμε» μία αίθουσα με φοιτητές πολύ διαφορετικών ικανοτήτων και μαθησιακών επιδόσεων; Ή μήπως οι «καλοί» φοιτητές υποδοχής θα βοηθήσουν τους φοιτητές από μετεγγραφές να γίνουν και αυτοί καλύτεροι, παρά το γεγονός ότι είχαν χαμηλότερες μαθησιακές επιδόσεις μέχρι τώρα; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί θεωρητικά, αλλά απαιτείται ενδελεχής εμπειρική μελέτη.
Στην επιστημονική μας εργασία ερευνούμε για πρώτη φορά την επίπτωση που έχουν οι μετεγγραφές στις επιδόσεις των φοιτητών του τμήματος υποδοχής, χρησιμοποιώντας το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ως παράδειγμα.
Το Γράφημα 1 περιγράφει συνοπτικά τι συμβαίνει στην πράξη.
Με την συνεχή μαύρη γραμμή, και στον αριστερό κάθετο άξονα, παρατηρούμε την αλματώδη αύξηση του αριθμού των μετεγγραφών, ως ποσοστό του συνόλου των φοιτητών, από μηδενικές μετεγγραφές μέχρι το 2001, σε πάνω πάνω από έναν στους τέσσερις φοιτητές το 2008. Ταυτόχρονα, με την διακεκομμένη γραμμή (στον δεξί κάθετο άξονα) βλέπουμε την εξέλιξη του μέσου όρου στα βασικά μαθήματα για τους φοιτητές υποδοχής.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι υπάρχει μία έντονη αρνητική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η συνεχόμενη αύξηση του ποσοστού των μετεγγραφών στο συγκεκριμένο τμήμα είχε μία έντονη αρνητική επίδραση στις βαθμολογίες των φοιτητών που είχαν μπει απευθείας στο τμήμα μέσω πανελληνίων εξετάσεων. Με άλλα λόγια, οι φοιτητές από μετεγγραφές φαίνεται να ασκούν μία έντονη αρνητική εξωτερικότητα στους φοιτητές υποδοχής και να επηρεάζουν αρνητικά την μαθησιακή διαδικασία.
Δυστυχώς τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται και μετά από ενδελεχείς οικονομετρικές αναλύσεις που πραγματοποιούμε και στις οποίες ελέγχουμε για πολλά χαρακτηριστικά των φοιτητών όσο και του χρόνου και των μαθημάτων που παίρνουν. Το κοινό συμπέρασμα είναι ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό μετεγγραφών στο τμήμα, τόσο πιο αρνητική είναι η επίπτωση που έχουν τόσο στους βαθμούς όσο και στην πιθανότητα να περάσουν το κάθε μάθημα οι φοιτητές υποδοχής. Επιπλέον, η αρνητική αυτή επίδραση φαίνεται να είναι ισχυρότερη για τους πιο «αδύναμους» (που είχαν αναλογικά την χαμηλότερη βαθμολογία στις πανελλήνιες εξετάσεις) από τους φοιτητές υποδοχής. Τέλος, αναδεικνύουμε ότι η αρνητική επίδραση εστιάζεται κυρίως στα μαθήματα που βασίζονται στα μαθηματικά, όπως μαθηματικά για οικονομολόγους, στατιστική και οικονομετρία.
Επομένως, καταδεικνύουμε για πρώτη φορά εμπειρικά ότι η αύξηση του αριθμού των μετεγγραφών έχει έντονη αρνητική επίδραση στις επιδόσεις των φοιτητών υποδοχής και τη μαθησιακή διαδικασία εν γένει. Επισημαίνουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά προέρχονται από ένα μόνο και, κατά τεκμήριο, το καλύτερο τμήμα οικονομικών επιστημών στην Ελλάδα. Για μία πιο ολιστική εικόνα του θέματος αυτού σίγουρα απαιτούνται περισσότερες μελέτες και από άλλα πανεπιστήμια και τμήματα. Το σίγουρο είναι πάντως ότι η πολιτική των μετεγγραφών δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει και θα πρέπει να επανεξεταστεί με προσοχή εξαιτίας των σοβαρών αρνητικών μαθησιακών επιδράσεων που φανερώνει η μελέτη μας.
* Χρήστος Γκενάκος, Αν. Καθηγητής στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cambridge
* Ελένη Κυρκοπούλου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονική συνεργάτης του Harvard Business School.