Εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, που στηρίζεται σε απόφαση του ΣτΕ, για ευνοϊκή αντιμετώπιση των φορολογουμένων
Το ευνοϊκότερο πρόστιμο υποχρεούνται να επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές στις περιπτώσεις που διαπιστώνουν την έκδοση ή λήψη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή την καταχώριση στα βιβλία ανύπαρκτων συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί στοιχεία.
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ μάλιστα αυτός είναι απαράβατος, σύμφωνα και με νεότερη διευκρινιστική εγκύκλιο (υπ’ αριθμ. Ε2042/13.5.2022)
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καθώς στηρίζεται σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες
κρίθηκε ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης έχει πεδίο εφαρμογής και επί του κατά περίπτωση προβλεπόμενου διοικητικού προστίμου για την παράβαση λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή.
Νέο «ποινολόγιο»
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πάντως ότι η ανωτέρω αρχή προβλέπεται ήδη στο νέο «ποινολόγιο» της εφορίας, που ισχύει από τα τέλη του 2015 και με το οποίο καταργήθηκαν τα αυτοτελή πρόστιμα, ενώ προβλέπει ότι οι ποινές που επιβάλλονται κατά τη
διάπραξη των εν λόγω παραβάσεων χωρίζονται χρονικά σε αυτές που έχουν διαπιστωθεί πριν από τις 16 Οκτωβρίου 2015 και
σε αυτές που εντοπίζονται μετά. Συγκεκριμένα, για την περίοδο έως τις 16/10/2015 επιβάλλεται ένα πρόστιμο ύψους 2.500 ευρώ ανά χρήση-φορολογικό έτος και ανεξάρτητα από τον αριθμό των εικονικών ή πλαστών ή νοθευμένων στοιχείων ή του πλήθους των καταχωρίσεων στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί, ενώ για παραβάσεις που διαπράττονται από τις 17.10.2015 και εντεύθεν δεν επιβάλλεται το πρόστιμο.
Επαναπροσδιορισμός
Από την ανωτέρω ημερομηνία και μετά, σε όσες περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων διαπιστώνονται οι παραπάνω παραβάσεις οι φορολογικές αρχές επαναπροσδιορίζουν απλώς τα ακαθάριστα έσοδα και τις εκπιπτόμενες δαπάνες των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, καταλογίζουν τα ποσά φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ και τυχόν άλλων φόρων που απέφυγαν να πληρώσουν οι παραβάτες είτε λόγω απόκρυψης εσόδων είτε λόγω εμφάνισης ανύπαρκτων δαπανών στα βιβλία τους και στη συνέχεια επιβάλλουν εκλογικευμένα πλέον πρόστιμα που προβλέπονται για τις περιπτώσεις υποβολής ανακριβών φορολογικών δηλώσεων. Τα πρόστιμα αυτά υπολογίζονται μειωμένα κατά 16% έως και 50%, ποσοστά επί των διαφορών φόρου που αποκαλύπτει ο έλεγχος.
Επιπλέον οι παραβάτες επιβαρύνονται και με προσαύξηση 50% επί του ΦΠΑ που απέφυγαν να καταβάλουν, καθώς επίσης και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής επί των διαφορών φόρου που καταλογίζονται από τους ελέγχους. Από κει και πέρα δεν επιβάλλεται καμία άλλη χρηματική ποινή σχετική με τις παραβάσεις που διαπιστώνονται.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση (αρχική/τροποποιητική) υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση τον διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς ως εξής:
α) δέκα τοις εκατό (10%) επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από πέντε (5%) έως είκοσι (20%) τοις εκατό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
β) είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το είκοσι τοις εκατό
(20%) και έως πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
γ) πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.
Οι περιπτώσεις φυλάκισης
Αξίζει να σημειωθεί ότι όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά ή νοθεύει στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, κινδυνεύει και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.
Σε κάθε περίπτωση αν τα φορολογικά σ τοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης προβλέπονται ποινές κάθειρξης έως 10 έτη.
Ποιες τροποποιητικές δηλώσεις δεν επισύρουν κυρώσεις
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, διόρθωση πληροφοριακών στοιχείων στις φορολογικές δηλώσεις εμπίπτει στην έννοια της διόρθωσης ελλιπούς δήλωσης και συνεπώς κατά την υποβολή τροποποιητικής δήλωσης δεν επιβάλλεται πρόστιμο, ακόμη κι αν υποβληθεί εκπρόθεσμα.
Επίσης, πρόστιμο δεν επιβάλλεται και για την υποβολή εκπρόθεσμων τροποποιητικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, με τις οποίες συμπληρώνονται προαιρετικοί κωδικοί, υπό την προϋπόθεση ότι η συμπλήρωση των
κωδικών αυτών δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσης του συγκεκριμένου φορολογικού έτους.
Επισημαίνεται εξάλλου, όπως υπογραμμίζεται και σε σχετική απόφαση (υπ’ αριθμ. Α536/13.5.2022) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, ότι οι τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται για τη συμπλήρωση ή μεταβολή αμιγώς πληροφοριακών στοιχείων, δηλαδή στοιχείων που δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της φορολογικής δήλωσης, σκοπό έχουν τη διόρθωση υποβληθεισών ελλιπών δηλώσεων.
Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι η εισαγωγή ή η διόρθωση του αριθμού παροχής της ΔΕΗ, ΔΕΗ του ΑΜΚΑ του υπόχρεου ή κάποιου εξαρτώμενου μέλους του, του ΑΦΜ του αντισυμβαλλόμενου στις περιπτώσεις που ζητείται από την ηλεκτρονική εφαρμογή, η τροποποίηση του αριθμού του τραπεζικού λογαριασμού (IBAN), η εισαγωγή κενού ή ημιτελούς ακινήτου ή των στοιχείων των συνιδιοκτητών ακινήτων στο Ε2, η μεταβολή κάποιου πληροφοριακού στοιχείου της πρώτης σελίδας του Ε3 (πίνακας Β), η τροποποίηση στοιχείων του υπόχρεου νομικού προσώπου/οντότητας ή του εκπροσώπου αυτού, κ.λπ.
Επιμέλεια: Γιώργος Κούρου