Σε ποσοστό 70% στους ιδιώτες και 30% στις επιχειρήσεις θα «χτιστούν» οι νέες επισφάλειες δανείων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τραπεζικών παραγόντων.
Κύρια αιτία, η μείωση της αγοραστικής αξίας του εισοδήματος λόγω του υψηλού πληθωρισμού σε συνδυασμό με ένα πλήθος δανείων που βρίσκονται ήδη σε ρύθμιση και ενδέχεται να «κοκκινίσουν» μετά το τέλος των προγραμμάτων κρατικής στήριξης. Με το βλέμμα στραμμένο στις δυνητικές παρενέργειες της μείωσης του εισοδήματος κινούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, που από τη μια θα πρέπει να προχωρήσουν τις χρηματοδοτήσεις στηρίζοντας την ανάκαμψη της οικονομίας, ενώ από την άλλη θα πρέπει να περιορίσουν ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων που ενδέχεται να προκύψει.
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι τράπεζες, για 300 ευρώ χαμηλότερο μηνιαίο εισόδημα τα κόκκινα δάνεια μπορεί να φθάσουν και σε 600 εκατ. ευρώ φέτος. «Χτυπούν» οι ρυθμίσεις «Στο τρέχον περιβάλλον των μεταβαλλόμενων χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις, όπως τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) που ενδέχεται να προκύψουν μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης, αλλά και εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού», αναφέρει η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
«Καθίσταται σαφές ότι απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών με στόχο την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας» αναφέρει η έκθεση, που επισημαίνει πως το απόθεμα των ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων (12,8%) παραμένει πολύ υψηλότερο του μέσου όρου στην Ε.Ε. (2,1%). Περίπου το 39% του συνόλου των ΜΕΔ βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. «Ωστόσο, υψηλό ποσοστό δανείων σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε πάλι καθυστέρηση», σημειώνεται στην έκθεση. Ο μεγαλύτερος λοιπόν κίνδυνος για τις τράπεζες σχετίζεται με τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, σε μια περίοδο που τα πιστωτικά ιδρύματα είχαν και έχουν βάλει πλώρη για δυνατή πιστωτική επέκταση προκειμένου να καταφέρουν να επιτύχουν ισχυρή ανάκαμψη.
Σε ό,τι αφορά τα ρυθμισμένα δάνεια, η ανησυχία υφίσταται. Όμως προβληματισμός προκύπτει και για δάνεια που δεν βρίσκονταν μέχρι πρότινος σε καθυστέρηση. Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές τράπεζες θα δεχθούν συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις αντίστοιχες κυπριακές, για παράδειγμα, τράπεζες λόγω της πιο περιορισμένης έκθεσής τους.
Παρά την πολύ μικρή έκθεση των ελληνικών τραπεζών και εν γένει της ελληνικής οικονομίας στα καινούργια δεδομένα, ο κίνδυνος παραμένει υπαρκτός, παρατηρούν τραπεζικοί παράγοντες. Οι τράπεζες δυσκολεύονται να ξεκαθαρίσουν στην παρούσα φάση πού μπορούν να δημιουργηθούν τα κόκκινα δάνεια, καθώς πρέπει να τρέξει και το επόμενο τρίμηνο, ώστε η εικόνα να είναι αρτιότερη. Έτσι η κατάσταση θα αξιολογείται με βάση τις εξελίξεις σταδιακά και με πραγματικά δεδομένα. Με τον τρόπο αυτόν τα συμπεράσματα που θα προκύψουν θα θεωρηθούν αξιόπιστα.
Τα πρώτα συμπεράσματα για τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τις συνέπειες επί των ελληνικών τραπεζών είναι πως για κάθε μία μονάδα που το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν υποχωρεί, η τραπεζική αγορά θα χρειάζεται περίπου 100-150 εκατ. ευρώ νέες προβλέψεις για να καλύψει καινούργιες επισφάλειες και αθετήσεις πληρωμών, οι οποίες και θα ανακύψουν. Μια ρεαλιστική προσέγγιση λοιπόν θα μπορούσε να είναι πως για δύο μονάδες χαμηλότερο ΑΕΠ θα απαιτηθούν περίπου 250-300 εκατ. ευρώ νέες προβλέψεις και θα ανακύψουν διπλάσια περίπου NPEs (500-600 εκατ. ευρώ). Οι επισφάλειες αφορούν τόσο τον δανεισμό κάποιων κλάδων από τις επιχειρήσεις όσο και τον δανεισμό των ιδιωτών, το εισόδημα των οποίων υποχωρεί εξαιτίας του πληθωρισμού. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν πως συνεπεία του πολέμου και της πρωτοφανούς αύξησης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου υπάρχει επιβράδυνση της οικονομίας. Το μέγεθος της επιβράδυνσης θα καθορίσει τελικώς και τις νέες επισφάλειες.
Ρεπορτάζ: Ειρήνη Σακελλάρη Εφημερίδα Ναυτεμπορική