Η μείωση κατά τα 2/3 των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αναμένεται να εκτοξεύσει κι άλλο τις τιμές των καυσίμων στη Γηραιά ήπειρο, όπως εκτιμούν οι περισσότεροι ειδικοί.
Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο και η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ο πρώτος της πελάτης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που παρέχονται από την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA), η Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας), καταναλώνει εφέτος, κατά μέσο όρο, 13,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο ημερησίως ή το 13,6% της παγκόσμιας ζήτησης-κυρίως στον τομέα των μεταφορών. Όσον αφορά τη ρωσική προμήθεια, το πρώτο τρίμηνο ανήλθε σε 12,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ή 12,8% της παγκόσμιας προσφοράς.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη μειώσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου, όπως αποδεικνύεται από τη μείωση κατά 40% των σιδηροδρομικών αποστολών αργού και προϊόντων διύλισης. Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε η ΙΕΑ, το μερίδιο της ΕΕ στις ρωσικές εξαγωγές μειώθηκε στο διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου από 50% (30% αργό πετρέλαιο και 20% προϊόντα πετρελαίου), σε 42% τον Απρίλιο (25% αργό πετρέλαιο και 17% πετρελαϊκά προϊόντα).
Θα κλείσει τα πηγάδια η Μόσχα;
Μετά την επιβολή του εμπάργκο, η IEA εκτιμά ότι «θα επιταχυνθεί ο αναπροσανατολισμός των εμπορικών ροών που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη και θα αναγκαστούν οι ρωσικές εταιρείες πετρελαίου να κλείσουν περισσότερα πηγάδια. Προς το παρόν, η Μόσχα έχει καταφέρει να αντισταθμίσει τη διακοπή των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία (που έχουν ήδη επιβάλει εμπάργκο), στέλνοντας περισσότερες ποσότητες στην Ινδία. Ενώ τον περασμένο Ιανουάριο, η Ινδία αντιπροσώπευε μόλις το 1% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, τον Απρίλιο το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 14%.
Η απόφαση των 27 ηγετών της ΕΕ να επιβάλουν εμπάργκο στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου διά της θαλάσσης, ώθησε σήμερα τις τιμές του Brent να ανέλθουν προσωρινά πάνω από τα 120 δολάρια το βαρέλι. Η ΙΕΑ εκτιμά ότι η ρωσική παραγωγή θα μειωθεί σχεδόν κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, από τον Ιούνιο, καθώς η Ρωσία θα μπορούσε να επιλέξει στρατηγικά να περιορίσει την παραγωγή της, ευνοώντας τις υψηλές τιμές του πετρελαίου έναντι του μεριδίου στην παγκόσμια αγορά. Την πρόταση αυτή κάνει μάλιστα ο Λεονίντ Φεντούν, ο αντιπρόεδρος της Lukoil-της δεύτερης μεγαλύτερης ρωσικής πετρελαιοπαραγωγικής εταιρείας. «Γιατί η Ρωσία πρέπει - θα παράγει 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, αν μπορούμε να καταναλώνουμε και να εξάγουμε 7 με 8εκατομμύρια, χωρίς απώλειες για τον κρατικό προϋπολογισμό (...) Δεν είναι καλύτερα να πουλάμε 7 βαρέλια αργού στα 80 δολάρια, αντί 10 βαρέλια στα 50 δολάρια; Γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να εξάγουμε τον ίδιο όγκο με πριν την κρίση, δεχόμενοι εκπτώσεις 30% ή και 40%;», αναρωτήθηκε ο ο αντιπρόεδρος της Lukoil.
Το Brent πάνω από τα 150 δολάρια;
Την περασμένη Παρασκευή, ειδικοί από την υπηρεσία Global Research της Bank of America (BofA) ανέφεραν ότι η πτώση των ρωσικών εξαγωγών θα μπορούσε να προκαλέσει την εκτίναξη της τιμής του βαρελιού Brent πάνω από τα 150 δολάρια. «Μια αύξηση 30 δολαρίων το βαρέλι φέτος μείωσε τη ζήτηση κατά 1,5 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, κάτι που δεν επιτρέπει την επιστροφή σε επίπεδο πριν από την κρίση του Covid-19», σημειώνουν.
Το 2019, η παγκόσμια κατανάλωση διαμορφώθηκε στα 100, 45 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και το 2022, θα πρέπει να υποχωρήσει 99,35 εκατομμύρια,σύμφωνα με τις προβλέψεις του IEA. Η ανησυχία επιτείνεται από το γεγονός ότι παρά την έκκληση της G7 για αύξηση της παραγωγής, ο ΟΠΕΚ + κωφεύει, θεωρώντας ότι η αγορά είναι καλά εφοδιασμένη. Τον περασμένο Απρίλιο μάλιστα, η παραγωγή του OPEC+ ήταν 2,5 εκατομμύρια βαρέλια,κάτω από τον στόχο του καρτέλ, όπως αναφέρει η Standard & Poor's Global. Αυτό μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της εταιρικής σχέσης στα μάτια των καταναλωτών χωρών.
Οι ειδικοί της S&P Global εκτιμούν ότι η τάση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει το προσεχές φθινόπωρο, γιατί πλέον οι δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας είναι αρκετά ισχυροί .Τα μέλη του ΟΠΕΚ+ που προμήθευσαν τον περασμένο Απρίλιο το 43,8% της παγκόσμιας παραγωγής, είναι συγκρατημένα, επειδή υπάρχουν ακόμη πολλές άγνωστες μεταβλητές, όπως η επίτευξη μιας πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, που θα επιτρέψει στην Τεχεράνη να επιτύχει την άρση των κυρώσεων, ιδίως για τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αγνωστες μεταβλητές για το διεθνές καρτέλ του πετρελαίου είναι επίσης η εξέλιξη της πανδημίας το προσεχές φθινόπωρο, ενδεχόμενη μείωση της ζήτησης, αλλά και οι πιθανές υψηλές τιμές.
Πρωτοβουλία REPowerEU
Η εξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες έχει συνειδητοποιήσει πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες για την ανάγκη απεξάρτησης από τη Μόσχα, γεγονός που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δρομολογήσει την πρωτοβουλία REPowerEU στις 18 Μαΐου, ως απάντηση στις δυσχέρειες και τη διαταραχή της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο REPowerEU προβλέπουν την εξοικονόμηση ενέργειας, τη διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού και την επιτάχυνσης της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στις κατοικίες, στη βιομηχανία και στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε πολλές χώρες να καταφύγουν στην επιδότηση της κατανάλωσης καυσίμων για πολιτικούς λόγους. Έτσι, «οι μειώσεις ενεργειακού φόρου κατά 14 εκατ. ευρώ που ανακοίνωσαν οι 18 ευρωπαϊκές χώρες από τον Μάρτιο είχαν ως αποτέλεσμα πρόσθετη κατανάλωση πετρελαίου 3,3 εκατ. τόνων. Εάν το μέτρο αυτό παραταθεί, θα κοστίσει 52 δισ. Ευρώ και θα προσθέσει 12,9 εκατομμύρια τόνους ως πρόσθετη κατανάλωση πετρελαίου», όπως υπολόγισε η Ευρωπαϊκή ομοσπονδία για τις Μεταφορές και το Περιβάλλον.
Επιμέλεια: Μιχάλης Ψύλος