Πόσοι φοιτητές ολοκληρώνουν τις σπουδές τους; Πρόκειται για ένα ερώτημα που απασχολεί γονείς και φοιτητές, αλλά και το Υπουργείο Παιδείας, που χρηματοδοτεί τα ΑΕΙ με τους φόρους μας και φυσικά όλους μας, αφού τα χρήματά μας δαπανώνται.
Το Υπουργείο Παιδείας στηρίχτηκε στο επιχείρημα ότι το 30% των φοιτητών μας δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους για να καθιερώσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), θεωρώντας ότι οι φοιτητές που εισάγονται με πολύ χαμηλές βαθμολογίες δεν έχουν το γνωστικό επίπεδο να παρακολουθήσουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, κάτι που δεν ακούγεται παράλογο. Θεσμοθέτησε επίσης ανώτατο όριο σπουδών το 4+2 για τις σχολές που έχουν τετραετές πρόγραμμα σπουδών και το ν+3 για τις σχολές με πενταετές ή εξαετές πρόγραμμα σπουδών, με σκοπό να διαγράφονται οι λιμνάζοντες φοιτητές και να ξεκαθαρίζουν οι κατάλογοι φοιτητών των σχολών.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ Education at a glance 2022, αναφέρει ότι μετά το πρώτο έτος σπουδών το 12% των φοιτητών που εισήχθησαν στα ΑΕΙ έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους και ένα 2% έχει μεταπηδήσει σε άλλο αντικείμενο σπουδών. Το 86% των φοιτητών συνεχίζουν στο δεύτερο έτος. Όλα αυτά αφορούν στο μέσο όρο των χωρών που εξετάζονται.
Στο τέλος της θεωρητικής διάρκειας των σπουδών το 38% των φοιτητών παίρνουν το πτυχίο τους, το 40% παραμένουν στη σχολή τους, το 21% έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους και το 1% έχει μεταπηδήσει σε πρόγραμμα σύντομης διάρκειας.
Τρία χρόνια μετά τη θεωρητική διάρκεια σπουδών της σχολής τους το 65% των φοιτητών έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και έχουν πάρει το πτυχίο τους, το 2% έχουν αποφοιτήσει από ένα πρόγραμμα σύντομης διάρκειας, το 9% παραμένει στη σχολή του και το 23% έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Όλα τα στοιχεία αναφέρονται σε προγράμματα σπουδών διάρκειας 3-5 ετών, που ολοκληρώθηκαν το 2017 και τρία χρόνια μετά το 2020 ολοκληρώθηκε η μελέτη. Στον πίνακα βλέπουμε τα ποσοστά ανά χώρα. Η Ελλάδα δεν υπάρχει στον πίνακα διότι υποθέτουμε ότι δεν δόθηκαν τα στοιχεία από το Υπουργείο Παιδείας, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά και κάνει πιο δύσκολη τη σύγκρισή μας με τις άλλες χώρες.
Το ποσοστό αποφοίτησης με την ολοκλήρωση της θεωρητικής διάρκειας σπουδών κυμαίνεται από το 12% στην Αυστρία και 29% στην Ολλανδία, μέχρι το 57% στο Ισραήλ και το 60% στη Λιθουανία, με μέσο όρο το 38%.
Τρία χρόνια μετά το τέλος της θεωρητικής διάρκειας σπουδών το 53% στην Αυστρία και το 57% των φοιτητών έχουν πάρει το πτυχίο τους. Στις άλλες χώρες το ποσοστό είναι από 60% έως 77% στη Νέα Ζηλανδία, με μέσο όρο το 67% στις χώρες που εξετάστηκαν. Σ’ αυτό το εύρος ανήκει και η Ελλάδα, με το Υπουργείο Παιδείας να δίνει ποσοστό ολοκλήρωσης σπουδών το 70%. Λογικά, λοιπόν, είμαστε κοντά στο μέσο όρο αποφοίτησης των υπόλοιπων χωρών, άρα δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στη χώρα μας.
Το ερώτημα, όχι μόνο για την Ελλάδα, είναι γιατί ένας στους τρεις από όσους εισάγονται δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και εγκαταλείπουν. Οι λόγοι προφανώς είναι πολλοί και διαφορετικοί. Η εγκατάλειψη των σπουδών στο πρώτο έτος μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι φοιτητές εισήχθησαν σε μία σχολή, χωρίς να έχουν επαρκείς γνώσεις για το πρόγραμμα σπουδών και αυτό είτε δεν τους αρέσει, είτε ανακαλύπτουν κάτι άλλο που τους αρέσει περισσότερο και εγκαταλείπουν. Το πρόβλημα είναι ότι η εικόνα που έχουν σχηματίσει για τη σχολή τους δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα. Η σωστή πληροφόρηση αποτελεί σημαντικό παράγοντα για το σχηματισμό της πραγματικής εικόνας των σχολών και αποτρέπει από μελλοντικές απογοητεύσεις. Ένας άλλος παράγοντας εγκατάλειψης των σπουδών είναι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και μάλιστα στο τέλος της εφηβείας οι αλλαγές είναι κάποιες φορές πολύ μεγάλες, με αποτέλεσμα κάποιοι να αναθεωρούν τις προηγούμενες αποφάσεις τους. Στην Ελλάδα έχουμε επιπλέον τις πιέσεις από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον για ένα πτυχίο κύρους. Είναι εντυπωσιακό ότι στη Νομική Αθήνας σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΛ.ΣΤΑΤ του 2019 οι φοιτητές στα κανονικά εξάμηνα σπουδών ήταν 2.796 και οι φοιτητές που βρίσκονταν πέραν των κανονικών εξαμήνων σπουδών ήταν 7.103. Αυτό μας δείχνει λάθος κριτήρια επιλογής σπουδών και όχι αδυναμία παρακολούθησης και ολοκλήρωσης των σπουδών, αφού όλοι όσοι εισάγονται στη Νομική Αθήνας είναι αριστούχοι.
Βλέπουμε επίσης στον πίνακα το ποσοστό φοίτησης σε Δημόσια Πανεπιστήμια. Ο μικρότερος αριθμός φοιτητών σε Δημόσια Πανεπιστήμια παρουσιάζεται στο Ισραήλ με 13%. Όλες οι άλλες χώρες έχουν ποσοστό από 58%έως 100% με τη Φινλανδία στο 58%, τις ΗΠΑ στο 62%, Ισλανδία και Αυστρία στο 73% και τις υπόλοιπες χώρες μεταξύ 80% και 100%. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια έχουν από πολύ μικρή έως μηδενική απήχηση στις περισσότερες χώρες, συνεπώς δεν είναι αυτό το πρόβλημα της εκπαίδευσής μας, παρόλο το θόρυβο που γίνεται.