Σύμφωνα με υπολογισμούς, πάνω από 3 εκατομμύρια οικήματα στην Ελλάδα χρήζουν άμεσων παρεμβάσεων ενεργειακής θωράκισης και βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους.
Οι τιμές του ρεύματος που ανακοίνωσαν την Παρασκευή οι πάροχοι ενέργειας για τον Φεβρουάριο κινήθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα, τόσο από την έναρξη του πολέμου πριν από έναν χρόνο, αλλά και όσο από την έναρξη εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης των νοικοκυριών πριν από περίπου έξι μήνες. Διαμορφώθηκαν λίγο πάνω από τα επίπεδα όπου όλους τους προηγούμενους μήνες κατέληξε η τιμή του ρεύματος με επιδοτήσεις από 500 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ, κάθε μήνα.
Στο άκουσμά τους, όλοι αναθάρρησαν. Οι καταναλωτές πλέον μπορούν να θεωρούν πιθανή την επιστροφή των τιμών όχι απλώς στα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2021 (15-17 λεπτά ανά κιλοβατώρα), όπως ισχύει μέχρι τώρα με τις επιδοτήσεις, αλλά και στα επίπεδα των «κανονικών» τιμών προ κρίσης, των 10-11 λεπτών ανά κιλοβατώρα. Οι επιχειρήσεις επίσης πήραν σημαντική ανάσα, καθώς για αυτές η επιδότηση ήταν κατά πολύ λιγότερο γενναιόδωρη και ως εκ τούτου η τιμή του ρεύματος εξαρτιόταν περισσότερο από τις ανακοινώσεις των προμηθευτών.
Μαζί με τους καταναλωτές αναθάρρησε και η κυβέρνηση, που βλέπει τα χρήματα τα οποία είχε προϋπολογίσει για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος να της περισσεύουν και να δημιουργείται ένας… ακόμα δημοσιονομικός χώρος. Ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας έσπευσε να προϊδεάσει ότι θα κινηθεί, όπως είπε, στην «περυσινή πεπατημένη» της «επιστροφής στην κοινωνία» των εν λόγω ποσών. Δηλαδή κάποιου είδους νέων επιδομάτων, τα οποία με τον γνωστό σχεδόν οριζόντιο τρόπο καταβολής τους δημιουργούν νέα κατανάλωση, μεγαλύτερη ανάπτυξη και περισσότερα φορολογικά έσοδα. Η αλήθεια είναι ότι ο εν λόγω «μηχανισμός» λειτούργησε και κράτησε την οικονομία.
Υπάρχει ωστόσο και ένας διαφορετικός τρόπος επιστροφής ποσών στην κοινωνία, ένας τρόπος κατά πολύ πιο μακροπρόθεσμου οφέλους για τους πολίτες και με άμεσα αποτελέσματα ενδεχομένως παρόμοια με τα σημερινά. Για παράδειγμα, μπορείς να ενισχύσεις μια αγορά, δημιουργώντας νέες δουλειές και μεγάλους τζίρους (άρα ανάπτυξη και φόρους), λύνοντας ταυτόχρονα ένα τεράστιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, το οποίο ροκανίζει το οικογενειακό εισόδημα.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, πάνω από 3 εκατομμύρια οικήματα στην Ελλάδα χρήζουν άμεσων παρεμβάσεων ενεργειακής θωράκισης και βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους. Είναι ή παλιά ή κακοχτισμένα οικήματα, τα οποία έχουν τεράστιες διαρροές ενέργειας, στοιχίζοντας μεγάλα ποσά σε ετήσιες ανάγκες θέρμανσης ή ψύξης στους χρήστες τους. Μάλιστα οι ιδιοκτήτες τους είναι κατά κανόνα χαμηλού εισοδήματος πολίτες, δεδομένου ότι στα υψηλής ενεργειακής απόδοσης, νεότερης γενιάς ακίνητα κατοικούν πολίτες υψηλότερων εισοδημάτων.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα έχουν δημιουργηθεί εδώ και χρόνια τα περίφημα προγράμματα Εξοικονομώ, μέσω των οποίων εκσυγχρονίστηκαν, ως προς την ενεργειακή τους απόδοση, χιλιάδες οικήματα. Κάθε χρόνο περίπου 50.000 οικήματα εντάσσονται στις ευεργετικές διατάξεις. Στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα, προβλέπεται ότι έως το 2030 θα έχουν ανακαινιστεί περί τις 500.000 κατοικίες. Περίπου το ένα έκτο του προβλήματος. Εχει προβλεφθεί μάλιστα ότι θα δαπανώνται περίπου 642 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Δεδομένου ότι απολαμβάνουμε μια κάποιου είδους ενεργειακή νηνεμία, η οποία η αλήθεια είναι ότι μας δίνει μια ανάσα, μήπως πρέπει να αρχίζουμε να σκεφτόμαστε το μακροπρόθεσμο καλό, από το εφήμερο, το ενδεχομένως προεκλογικό; Μήπως αυτά τα δεκάδες εκατομμύρια (ίσως πάνω από 1 δισ. ευρώ) που φαίνεται ότι περισσεύουν θα ήταν πιο χρήσιμο να χρηματοδοτήσουν, κάτι που θα θωρακίσει χιλιάδες πολίτες από μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις; Μήπως ήρθε η ώρα για ένα διαρκές πρόγραμμα Εξοικονομώ, ανοιχτό σε όλους, με τα λεφτά που κάθε φορά είναι διαθέσιμα;